«Το δικαστήριο δεν είναι το μέρος για να ανακαλύψεις την αλήθεια». Αυτή ήταν η φράση που έδωσε στον Χιροκάζου Κόρε Εντα την ιδέα για το «The Third Murder», ένα δικαστικό δράμα που κινείται στον ράθυμο ρυθμό του στοχαστικού σινεμά του και δεν ενδιαφέρεται να γίνει ένα whodunit, αλλά μια μελέτη πάνω στην αλήθεια και το ψέμα, την απονομή της δικαιοσύνης και τον τρόπο που η ανθρώπινη κρίση επηρεάζει κάτι τόσο σημαντικό.

Η ιστορία του ξεκινά με έναν φόνο που βλέπεις ξεκάθαρα και για τον οποίο δεν έχεις καμιά αμφιβολία ποιος τον διέπραξε. Βλέπεις ακόμη και το πρόσωπο του δολοφόνου, του μεσήλικα Μισούμι καθώς σκοτώνει με ένα χτύπημα στο κεφάλι το πρώην αφεντικό του, στην όχθη ενός ποταμού και στη συνέχεια βάζει φωτιά στο πτώμα. Οταν ο δικηγόρος Σιγκεμόρι κληθεί από το δικό του αφεντικό να αναλάβει την υπόθεση, ο Μισούμι έχει ήδη ομολογήσει το έγκλημα και η μόνη τους υπερασπιστική γραμμή έχει να κάνει με την προσπάθειά τους να αποφύγουν την θανατική καταδίκη για τον πελάτη τους.

Ομως αυτό που αρχικά φαίνεται να είναι μια πολύ απλή υπόθεση σύντομα αποκτά περισσότερες αποχρώσεις, καθώς ο Μισούμι είχε διαπράξει έναν ακόμη φόνο πριν από τριάντα ολόκληρα χρόνια, για τον οποίο είχε καταδικαστεί από τον πατέρα του Σιγκεμόρι. Και κυρίως γιατί σε κάθε επίσκεψη των δικηγόρων του στην φυλακή, ο κατηγορούμενος μοιάζει να έχει μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας να αφηγηθεί.

Και κάπως έτσι το φιλμ του Κόρε Εντα αρχίζει να αφαιρεί από τους χαρακτήρες αλλά και τους θεατές του κάθε βεβαιότητα για όσα νομίζουν ότι ξέρουν, ακολουθώντας την παραδοσιακή δομή ενός δικαστικού δράματος, μα δίνοντας περισσότερο βάρος όχι στα ίδια τα γεγονότα μα στον τρόπο που ο καθένας τα διαβάζει. Και ο σκηνοθέτης βάζει στο κέντρο της αφήγησής του μερικά αληθινά μεγάλα ερωτήματα για την ανθρώπινη φύση και την μοίρα, το καθήκον μας απέναντι σε μας και τους άλλους, τις σχέσεις γονιών και παιδιών, που εμπλουτίζουν την ιστορία, μα που δεν βοηθούν στ΄ αλήθεια το σασπένς και την αγωνία να αναπτυχθεί.

Ο Κόρε Εντα θέλει να κάνει ένα μελαγχολικό θρίλερ για επιμελείς θεατές, αλλά παρά τις συνεχείς ανατροπές και τις απροσδόκητες στροφές της ιστορίας του, το φιλμ του δεν κατορθώνει να αναπτύξει τον ρυθμό και την ένταση που θα έκανε τις δυο ώρες του να κυλήσουν πιο γρήγορα. Κι ακόμη πιο ουσιαστικά δεν κατορθώνει να σε κάνει να ταυτιστείς με κανέναν από τους ήρωες και τις ηθικές και συναισθηματικές αγωνίες του, παραδίδοντας ένα φιλμ τις προθέσεις του οποίου μπορείς να εκτιμήσεις, μα που μοιάζει δύσκολο να αγαπήσεις, ή να θαυμάσεις.