Ο Χένρι είναι ένας μεσόκοπος, αποστεωμένος, λιγομίλητος άντρας, μόνος, ένας, ίσως, τυχοδιώκτης, που παίρνει την κάθε του επόμενη ανάσα με τη βοήθεια εισπνεόμενου - ο καιρός που του απομένει δεν είναι πολύς και το ξέρει. Σε μια τυχαία συνάντηση, στην ερημιά της Δυτικής Αυστραλίας, θα γνωρίσει τον Πολ, συμπαθή μικροκακοποιό. Καθώς ο Πολ θα προτείνει στον Χένρι να τον «βάλει» σε μια «δουλειά», ο Χένρι μοιάζει να ενδιαφέρεται, απλώς «αρνείται τη βία».
Η γνωριμία θα γίνει, με μια μεγάλη, αινιγματική οργάνωση του εγκλήματος κι εκεί ο Χένρι θα μπει στην ευθύνη του Μαρκ. Οι δυο τους θα «δουλέψουν» μαζί, θα περάσουν χρόνο και θα μοιραστούν ελλειπτικές κουβέντες μαζί, τόσο ώστε σταδιακά ν' αρχίσουν να μοιάζουν. Οσο είναι μαζί. Οσο είναι μόνος, στο σπίτι, ο Μαρκ είναι ένας μυστικός πράκτορας, που μεγαλώνει με κόπο και μια πληγωμένη αγάπη το μικρό γιο του, ο ίδιος μέρος ενός στημμένου από την αστυνομία συστήματος που σκοπό έχει να εκμαιεύσει μια ομολογία από έναν άνδρα που ίσως, μια δεκαετία νωρίτερα, απήγαγε και δολοφόνησε ένα 13χρονο αγόρι.
Σε μια ταινία και σ' ένα κόσμο όπου το κακό έχει τόσα πολλά πρόσωπα όσα και το καλό, όπου άνθρωποι βγαίνουν από το πλέγμα της κοινωνίας και χάνονται, πολλές φορές ηθελημένα, όπου η μοναξιά δεν σου επιτρέπει να κρίνεις αν αυτό που βλέπεις είναι αληθινό, μπορεί ο μυστηριώδης ξένος να μην είναι ο απέναντί σου, αλλά ο ίδιος σου ο εαυτός;
Αυτό είναι το περιεχόμενο της δεύτερης ταινίας (μετά το «Acute Misfortune», άλλο ένα παιχνίδι με τον θύτη και το θύμα) του κατά τα άλλα ηθοποιού Τόμας Μ. Ράιτ, βασισμένο σε πραγματική ιστορία, όπως αποτυπώθηκε στο βιβλίο The Sting της Κέιτ Κυριακού. Ας μην προδώσουμε τα μυστικά της ιστορίας, ας μην γκουγκλάρετε ποιος ήταν ο Ντάνιελ Μόρκομπ.
Η καθεαυτή ιστορία δεν ενδιαφέρει τόσο τον Ράιτ, η βία τον ενδιαφέρει λιγότερο κι από τον Χένρι. Σκοπός του στην ταινία είναι να χτίσει μια ατμόσφαιρα ανησυχίας, αμηχανίας, ενδοσκόπησης, στην οποία το κάθε στοιχείο μεγεθύνεται, αλλά και τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και παραίσθησης χάνονται. Αυτό το καταφέρνει με το μοντάζ που εναλλάσσει τις αργόσυρτες, σιωπηλές εξωτερικές σεκάνς με τα σύντομα, νευρώδη, μικρά πλάνα με πολύ κόσμο και γρήγορο διάλογο σε κλειστούς χώρους. Δύο πραγματικότητες και, ταυτόχρονα, πολλές περισσότερες.
Το υποστηρίζει με τη μουσική / ηχητική μπάντα που χτίζει ανατριχιαστικά ο Ολιβερ Κόουτς, με τη φωτογραφία του Σαμ Τσίπλιν που δημιουργεί διπλά είδωλα εκεί όπου δεν υπάρχουν, που εστιάζει στα πρόσωπα και μεγεθύνει το φόβο και την οδύνη τους. Και με δυο σπουδαίες ερμηνείες, συχνά στις σκιές, συχνά με την πλάτη στην κάμερα, από τον απρόσιτο Χένρι του Σον Χάρις, ταυτόχρονα εφιαλτικού και εύθραυστου κι από τον Μαρκ του Τζόελ Ετζερτον (και παραγωγός της ταινίας), τον κεντρικό, τελικά, ήρωα της ταινίας που δεν παύει να μεταμορφώνεται, να αλλοιώνεται, να συστρέφεται εσωτερικά.
Η άσκηση είναι μία: εισπνέεις καθαρό αέρα. Καθώς εκπνέεις, αφήνεις να φύγουν όλα τα μαύρα στοιχεία από μέσα σου. Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο. Οπως ιδανικά έχει απεικονίσει ο Ντέιβιντ Λιντς, στον οποίο δεν λείπουν οι αναφορές στην ταινία, η «κανονικότητα» κρύβει τον τρόμο, το καλό και το κακό είναι ένα. Γι' αυτό κι ο Ράιτ εστιάζει λιγότερο στις αστυνομικές διαδικασίες και περισσότερο στις διαδρομές, στη συνύπαρξη, σ' ένα σταδιακό bonding των ηρώων μέσα σ' ένα ζοφερό περιβάλλον αγωνίας, όπου όπως οι αστυνομικοί παίζουν με την ψυχολογία του υπόπτου, έτσι κι ο Ράιτ παίζει μ' αυτήν του θεατή. Γιατί τόσο ο Μαρκ όσο κι ο θεατής, νιώθει αλλά δεν ξέρει. Ξέρει αλλά αμφισβητεί. Αμφισβητεί αλλά νιώθει.
Ο Τόμας Μ. Ράιτ δεν καταφέρνει, ίσως, να διατηρήσει την εξαιρετική ισορροπία του σεναρίου του ως το τέλος. Ανοίγει τις πιο ενδιαφέρουσες υπαρξιακές και φιλοσοφικές «συζητήσεις», αλλά τις κλείνει με μια αμηχανία / απειρία / ευκολία: με λίγο μελόδραμα και μια πραγματιστική λύση σ' αυτό το τόσο ευφάνταστο και πολυδιάστατο μυστήριο. Ωστόσο, απρόσμενα, ο «Αγνωστος» είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της φετινής σεζόν κι ο Ράιτ από τους νέους φερέλπιδες σκηνοθέτες, ειδικά για όσους αγαπούν τις γκρίζες αποχρώσεις ανάμεσα στο σωστό και το λάθος.