Ευρώπη, δεκαετία του 1930. Ο Γιάκομπ είναι Σουηδός καπετάνιος. Ενας μοναχικός άντρας, λίγων λέξεων, ικανών πράξεων - ξέρει να πιλοτάρει επιδέξια δεξαμενόπλοια τόνων, να επιβιώνει τρικυμίες, να κατευθύνει υπεύθυνα το πλήρωμά του. Περιτριγυρισμένος από όγκους νερού, ξέρει να επιπλέει. Στον ανοιχτό υδάτινο ορίζοντα, έχει προορισμό. Εχει ταυτότητα. Η ζωή όμως δεν μπορεί να είναι μόνο αυτό. Κι εκείνος θα βουτήξει με το κεφάλι στην αναζήτηση συντροφικότητας. Σε μία ανάπαυλα μεταξύ μπάρκων, κάτι που αρχικά μοιάζει με παιχνίδι, ένα έξυπνο φλερτ με μια όμορφη Παριζιάνα σ' ένα καφέ, καταλήγει να του συστήνει την μελλοντική του σύζυγο. Η Λίζι όμως είναι μία άλλου είδους τρικυμία - ένα μοντέρνο flapper girl, ελεύθερο κι άπιαστο. Αυτό τον γοήτευσε σε εκείνη άλλωστε, αλλά αυτό θα τροφοδοτήσει και τους δαίμονές του. Δεν μπορεί να πλοηγηθεί στον κόσμο της, στον κύκλο των καλλιτεχνών, των ποιητών, των αργόσχολων πλουσιόπαιδων που απαρτίζουν τις παρέες της στα μοντέρνα καφέ. Ανάμεσά τους, ο Γιάκομπ μοιάζει με ψάρι έξω από το νερό. Δίπλα της, αισθάνεται ναυάγιο. Σταδιακά, αρχίζει να βυθίζεται στις ανασφάλειες και τη ζήλεια του. Αρχίζει να πνίγεται στις υποψίες του. Κι όταν η οργή του αρσενικού τον φουντάρει σε μία ανεπίστρεπτη απόφαση, συνειδητοποιεί ότι... δεν ήξερε τίποτα για την ιστορία της γυναίκας του.
Η Ιλντικο Ενιέντι επιστρέφει μετά τον θρίαμβό της με την «Ψυχή και το Σώμα» με μία πολύ διαφορετική κι αρκετά φιλόδοξη ταινία. Γιατί δεν την φέρνει μόνο αντιμέτωπη με ένα κλασικό βιβλίο του προηγούμενου αιώνα (το ομότιτλο μυθιστόρημα του Μίλαν Φουστ), αλλά γιατί την βουτά στα βαθιά μίας φουσκοθαλασσιάς: την περιπέτεια να μεταφέρεις στην οθόνη κάτι που αγαπάς πολύ (όπως ομολογεί είναι το βιβλίο που την έχει καθορίσει), να το διασκευάσεις με κινηματογραφική ευελιξία - διατηρώντας το βάθος του, μην προδίδοντας το βάρος του.
Για το συντριπτικό σύνολο της κριτικής, η Ενιέντι απέτυχε. Ολοι έμπαιναν στην αίθουσα για να βρουν ξεκάθαρο το αφηγηματικό σώμα, διαυγή την ψυχική συγκίνηση. Κι εκείνη τους έδωσε ένα διακριτικό ψυχογράφημα, μία κινηματογραφική κατασκευή που κινείται περισσότερο με κανόνες της λογοτεχνίας, μία μελαχολική παρατήρηση για όσα μάς αφορούν σήμερα (και πάντα) με το περιτύλιγμα μίας ακαδημαϊκής ταινίας εποχής. Ολα αυτά μπορεί να κρατήσουν τον θεατή να επιπλέει στα ρηχά. Γιατί η Ενιέντι δε θα τον εκβιάσει να πάει μια βόλτα στο βυθό. Θα του δώσει απλώς την επιλογή. Από την πρώτη κιόλας σεκάνς της.
Οπως και στην «Ψυχή και το Σώμα», έτσι κι εδώ, η πρώτη εικόνα με την οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι είναι από το ζωικό βασίλειο. Αντί ελαφιών που τα παρακολουθείς από απόσταση, εδώ ο κινηματογραφικός φακός καταδύεται σε ένα απέραντο, αχαρτογράφητο μπλε. Και εκεί κάτω από το νερό, γίνεται μάρτυρας μίας γοητευτικής χορογραφίας: τιτάνιες φάλαινες χορεύουν με τη βαρύτητα, αφήνουν τον έλεγχο στα υπόγεια ρεύματα, κοιμούνται μακάρια. Το πλοίο του Γιάκομπ θα περάσει από πάνω τους, μαζί με όλα τα προβλήματα, τις σκέψεις, τις αγωνίες των μικροσκοπικών ανθρώπων. Των ανθρώπων που κοιτούν κοντόφθαλμα την επιφάνεια, ενώ από κάτω κρύβεται ολόκληρη η εικόνα. Η πραγματική μαγεία.
Η Ενιέντι είναι βαθιά ρομαντική, πιστεύει ακόμα στον άνθρωπο - κι αυτό το αποδεικνύει κι εδώ. Επιλέγει να μάς βάλει να ακολουθήσουμε στα ταξίδια που κάνει (έξω και μέσα του) ένας άντρας έντιμος, πιστός, με καλές προθέσεις. Ενας άντρας που όμως δεν έχει την πυξίδα για να πλοηγηθεί στις φουρτούνες της στεριάς. Μεγάλωσε σε μια εποχή και σε μια κουλτούρα που οι άντρες έφευγαν ακόμα αμούστακοι στη ναυτιλία. Δεν είχε ποτέ ερωτευτεί, είχε συνηθίσει την υγρή μοναξιά του. Τώρα οι χυμοί πάθους που εκρήγνυνται μέσα του, τον εξιτάρουν και τον πανικοβάλλουν ισότιμα. Τον κάνουν ευτυχισμένο και δυστυχή, ταυτόχρονα. Καλότυχο και παράλληλα ανήσυχο, καχύποπτο, ζηλιάρη. Οταν μεγαλώνεις στην απομόνωση των ωκεανών, έξω ο κόσμος αλλάζει. Ο Γιάκομπ δεν μπορεί να κατανοήσει την Λίζι. Είναι ένα εξωτικό πτηνό, σαν αυτό που βλέπει στα λιμάνια τόπων μακρινών, αλλά που δεν μπορείς να το αιχμαλωτίσεις στην καμπίνα σου και να μονοπωλήσεις την ομορφιά του. Ο Γιάκομπ θα καταλήξει ένα τοξικό αρσενικό, θα τα κάνει όλα λάθος. Θα δυστυχήσει πρώτος από την αδυναμία του να μανουβράρει την ευτυχία ανάμεσα στις ξέρες.
Και παρόλο που, ξεκάθαρα αυτή είναι η ιστορία του, τη δική του φωνή ακούμε, με τη δική του αντίληψη κοιτάμε (και η Ενιέντι τον πλησιάζει με σεβασμό και καλή πίστη, ενώ ο Γκιζ Νάμπερ τον ερμηνεύει με εγκράτεια και δύναμη) το κλειδί της ταινίας βρίσκεται ξεκάθαρα στη γυναίκα. Η Λίζι δε θα κάνει το ταξίδι μας εύκολο. Περιφέρει την ομορφιά και το ταπεραμέντο της σκανδαλίζοντας με όλα τα στερεότυπα που προσπαθούμε να πολεμήσουμε για τις «μοιραίες γυναίκες». Η ελευθερία της έχει μια αυθάδεια, ο ερωτισμός της μία αγριάδα, η ομορφιά της μια αλαζονεία. Κι όμως, η Λέα Σεϊντού (σε έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας της) μάς έχει χαρίσει αρκετές στιγμές τρυφερότητας, μελαγχολίας, βωβής απογοήτευσης - θα έπρεπε να της επιτρέψουμε να μάς πει κι αυτή την ιστορία της ηρωίδας της. Μας την λέει, αλλά έρχεται από μεγάλο βάθος - σαν το τραγούδι μίας σειρήνας, ή μίας μπλε φάλαινας. Ποιος ξέρει να το αποκρυπτογραφήσει;
Υπάρχει μια βαθιά τρυφερότητα και σε αυτή την ταινία της Ενιέντι. Οπως υπάρχει και μεγάλος πόνος - που πάντα ελλοχεύει ως η άλλη όψη ενός μεγάλου έρωτα. Το πιο συγκινητικό όμως είναι το παλλόμενο ερώτημα της ίδιας της σκηνοθέτιδας: λέμε ότι ερωτευόμαστε, αλλά επικοινωνούμε; Ακούμε τις ιστορίες ο ένας του άλλου; Η Ενιέντι καδράρει τη Λίζι μέσα από καθρέφτες, τζαμαρίες, αντανακλάσεις. Ο Γιάκομπ μαγεύεται από (ή θυμώνει με) τον αντικατοπτρισμό της, δεν μαθαίνει ποτέ την πραγματική γυναίκα. Και τώρα πρέπει να φύγει για το επόμενο ταξίδι, κουβαλώντας για πάντα στις αποσκευές του, υπέρβαρο, το μεγάλο του κενό.