Η έννοια του πραγματικά ποτέ εύστοχα μεταφρασμένου στα ελληνικά «disturbing» είναι ζητούμενο στις ταινίες τρόμου. Οχι όμως ως αυτοσκοπός, ούτε με τη σαδιστική και προς εντυπωσιασμό διάθεση που ακυρώνει ατμόσφαιρες, ιδέες και τελική φιλοδοξία με το να δημιουργεί απλώς ένα συναίσθημα δυσφορίας.
Ακριβώς δηλαδή ότι κάνει η «Εξουσία της Κούκλας», η ταινία του Νεοζηλανδού Τζέιμς Ασκροφτ που βασίζεται πάνω σε ένα διήγημα του Οουεν Μάρσαλ. Και η οποία, όπως υπογραμμίζει και η πρωτότυπη πηγή της ίσως (και λέμε ίσως γιατί μάλλον δεν...) θα ήταν πιο λειτουργική στη φόρμα μιας μικρού μήκους ταινίας.
Η «Εξουσία της Κούκλας» αφηγείται την ιστορία του Στεφάν Μόρτενσεν, ενός αδέκαστου δικαστή ο όποιος παθαίνει εγκεφαλικό κατά τη διάρκεια μιας αγόρευσης στο δικαστήριο και εισάγεται σε έναν οίκο ευγηρίας. Εκεί, εκτός από την αδυναμία του, θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον Ντέιβ Κρίλι, έναν τρόφιμο που τρομοκρατεί όλους τους υπόλοιπους με μια σαδιστική κούκλα, φτάνοντας μέχρι και σε αποτρόπαιους βασανισμούς αλλά και τη δολοφονία. Ο Μόρτενσεν θα προσπαθήσει να τον σταματήσει, θα βρεθεί πολλαπλά θύμα του και τελικά θα αφιερώσει όλη του την εναπομείνασα ενέργεια στον να τον ξεσκεπάσει…
Μέχρι εκεί όλα καλά.
Οχι όμως και στο τελικό αποτέλεσμα που παίρνει δύο σπουδαίους ηθοποιούς - τον Τζέφρι Ρας και τον Τζον Λίθγκοου - και τους αντιμετωπίζει στην πραγματικότητα σαν δύο «κούκλες», παιχνίδι σε μια διαρκή και αδικαιολόγητη παλινδρόμηση ανάμεσα στο τίποτα και το γιατί. Οπου «τίποτα» βάλτε μια ανύπαρκτη υπόθεση που προσπαθεί να ψελλίσει κάτι για την παιδική κακοποίηση, τα τραύματα που δεν επουλώνονται και την αγριότητα των γηρατειών και του φόβου του θανάτου χωρίς να λέει πραγματικά το ελάχιστο. Οπου «γιατί» αναρωτηθείτε μαζί μας πόσες φορές θα επαναληφθούν οι ίδιες ακριβώς σκηνές με τους τρόφιμους να χορεύουν, την κούκλα να ανοίγει στόματα και τον Τζον Λίθγκοου να κάνει ντους, σε ένα θρίαμβο του γκροτέσκου - και όχι αυτό δεν το λέμε με την καλή έννοια.
Προφανώς αδύναμος να αφηγηθεί την ιστορία του με άλλον τρόπο, ο ηθοποιός και με προϋπηρεσία στη μικρού μήκους Τζέιμς Ασκροφτ περιστρέφεται γύρω από τους ηθοποιούς του, χρησιμοποιεί παραμορφωτικούς φακούς και γίνεται ενοχλητικός εκεί που κανονικά αυτό θα έπρεπε να το πετυχαίνει η ταινία του με την ατμόσφαιρα της. Πολύ πριν το τέλος (σχεδόν από την αρχή), δεν έχεις καμία αγωνία για το φινάλε, όπως επίσης για το πόσο ακόμη αμοραλιστικό θα εξελιχθεί αυτό το πρωτίστως κενό συνονθύλευμα που κάποιος προσπαθεί να παραγεμίσει με αχρείαστες λήψεις και ηλικιωμένους να προσπαθούν να επιβιώσουν, προκειμένου να (σε) τρομάξει.