Υπάρχουν ταινίες τρόμου που σου παγώνουν το αίμα. Υπάρχουν και εκείνες που σου παγώνουν το ενδιαφέρον. Η «Ιεροτελεστία» του Ντέιβιντ Μίντελ, μια προσπάθεια μεταφοράς του διαβόητου εξορκισμού της Εμα Σμιντ στη μεγάλη οθόνη, δυστυχώς ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Παρά την «ιερή» παρουσία του Αλ Πατσίνο στο κέντρο της αφήγησης, το μόνο που καταφέρνει αυτή η ταινία είναι να εξορκίσει κάθε έννοια κινηματογραφικής έντασης και καλλιτεχνικής συνοχής.
Δυο ιερείς, ο ένας σε αμφισβήτηση της πίστης του και ο άλλος αντιμέτωπος με το παρελθόν του, πρέπει να αφήσουν στην άκρη τις διαφορές τους για να σώσουν μια δαιμονισμένη γυναίκα μέσα από μια σειρά δύσκολων και επικίνδυνων εξορκισμών.
Ο Μίντελ δεν σκηνοθετεί· αναπαριστά. Και μάλιστα με τέτοιο άγχος να υπογραμμίσει το «σοβαρό» του θέματος, που ξεχνά να χτίσει σασπένς, ρυθμό, ψυχολογία. Η κάμερα τρέμει περισσότερο απ’ τον διάβολο που καλείται να κυνηγήσει, τα κάδρα στενεύουν ασφυκτικά χωρίς λόγο, και το μοντάζ απορρυθμίζει αντί να κλιμακώνει. Αν και προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ θεολογικού ψυχοδράματος και μεταφυσικού θρίλερ, πέφτει από το σχοινί πριν καλά-καλά ανέβει πάνω του. Καμία πρωτοτυπία στη ματιά, καμία εμβάθυνση στη σύγκρουση πίστης και επιστήμης, καμία απολύτως καινοτομία στο είδος. Απλώς καπνός, ψίθυροι και σκοτάδι, χωρίς όμως φωτιά, ουρλιαχτά ή τρόμο.
Μέσα σε όλα αυτά βρίσκεται ο Αλ Πατσίνο, ο άνθρωπος που έχει ερμηνεύσει τον Μάικλ Κορλεόνε και τον Σατανά, εδώ υποδύεται τον π. Θεόφιλο Ρίζινγκερ με στόφα ιεροκήρυκα αλλά με φωνή... καρικατούρας. Η προφορά του μεταλλάσσεται από σκηνή σε σκηνή, οι παύσεις του δεν γεννούν δέος αλλά αμηχανία, και κάθε φορά που υψώνει τον τόνο γίνεται – αθέλητα – αστείος. Δεν τον βοηθά ούτε το σενάριο, που του δίνει στόμφο αντί για λόγο, ούτε η σκηνοθεσία, που τον αφήνει να αιωρείται σαν φάντασμα ανάμεσα σε δύο διαφορετικές ταινίες: μία που προσπαθεί να είναι σοβαρή και μία που δεν ξέρει καν τι θέλει να είναι.
Ο Νταν Στίβενς, στο ρόλο του νεαρού ιερέα που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην πίστη και την αμφιβολία, είναι απλώς άχρωμος. Ισως όχι δική του ευθύνη – ο χαρακτήρας του είναι γραμμένος με τόση δειλία που καταντά σχεδόν αόρατος. Οσο για την Αμπιγκεϊλ Κόουεν ως «δαιμονισμένη» Εμα Σμιντ, δίνει μια τίμια ερμηνεία, εγκλωβισμένη όμως σε έναν ρόλο που απαιτεί περισσότερες γκριμάτσες και λιγότερη υποκριτική.
Η «Ιεροτελεστία» μοιάζει με αποτυχημένο κατηχητικό: διαβάζει τα σωστά αποσπάσματα, αλλά δεν έχει καταλάβει το νόημα. Η σκηνοθεσία είναι ψυχρή, οι ερμηνείες ασύμμετρες, το ύφος ετερογενές και η ατμόσφαιρα ανύπαρκτη. Δεν υπάρχει εδώ η μεταφυσική απειλή του «Εξορκιστή», ούτε η σωματική φρίκη του «Hereditary», ούτε καν η στιλιζαρισμένη φρίκη της «Καλόγριας». Μόνο μια επίμονη προσπάθεια να πειστείς ότι κάτι σημαντικό συμβαίνει, ενώ δεν συμβαίνει απολύτως τίποτα. Και όταν ακόμη κι ο Πατσίνο αποδεικνύεται απρόθυμος σωτήρας, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να βγεις από την αίθουσα και να ψάξεις για εξιλέωση αλλού. Ισως στο επόμενο φεστιβάλ τρόμου ή στο παλιό «Εξορκιστή».