Ο Ντέιβιντ Λάουερι, του οποίου η τελευταία ταινία, το «A Ghost Story», παραδόξως δεν βγήκε ποτέ στην Ελλάδα, ακολουθώντας τη σκηνοθετική πορεία της νοσταλγικής αισθητικής και της συναισθηματικής διακριτικότητας, κάνει μια ταινία ταυτόχρονα ψυχαγωγικά απλή και γοητευτικά meta.

Μεταφέροντας στην οθόνη μια «ως επί το πλείστον πραγματική ιστορία», όπως τη διάβασε στον New Yorker, ο Λάουερι παρακολουθεί - και μάς παρασύρει στο λατρευτικό βλέμμα του - τον κεντρικό του ήρωα, τον Φόρεστ Τάκερ, έναν 70χρονο παράτολμο ληστή τραπεζών που ακολουθεί αυτόν τον... επαγγελματικό προσανατολισμό τα τελευταία πενήντα χρόνια, παρέα με τους δύο - επίσης υπερήλικες, πια - συμμορίτες του, έχοντας συλληφθεί, φυλακιστεί κι αποδράσει στην πορεία 16 φορές.

Ο Φόρεστ Τάκερ είναι η ενσάρκωση του γοητευτικού απατεώνα: κομψός, λαμπερός και σέξι ανεξαρτήτως ηλικίας, πονηρός και παιχνιδιάρης, περιποιημένος και περιποιητικός, αφήνει τράπεζες άδειες και υπαλλήλους έκπληκτους: «ήταν τόσο gentleman, έδειχνε πραγματικά χαρούμενος, γλυκύτατος», λένε μετά τις επιθέσεις του, υπερασπιζόμενοι αυθόρμητα τον εγκληματία απέναντι στην αστυνομία.

Γιατί είναι, ο Φόρεστ και η ψυχή της ταινίας, ένα μικρό τραγούδι για τα ελεύθερα πνεύματα και τις ελαφριές ψυχές, για τις μικρές χαρές της ζωής: μια δουλειά που αγαπάς, την ευγένεια, το στιλ, την αβρότητα, αρετές ξεχασμένες κι ευπρόσδεκτες σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε ληστή, έστω, χαρακτηριστικά συνυφασμένα με τη λαϊκή αμερικανική παράδοση, με τους ελκυστικότερα άτακτα αγόρια του σινεμά, μ' αυτή τη φολκ καρδιά που στέκεται πάντα δίπλα στην παρανομία κι αντικριστά στον νόμο.

Αυτοί είναι οι ήρωες που, κατεξοχήν, ενσάρκωσε στην καριέρα του, στις δικές του «αποδράσεις» 50 χρόνων, ο ίδιος ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ κι η ταινία δεν θα ήταν αυτή που είναι, αν δεν πρωταγωνιστούσε ο διαχρονικός ζεν πρεμιέ, ακαταμάχητος για πάντα, εξίσου μαγνητικός με τον Μπάμπερ του «The Chase» ή με τον Sundance Kid, κρατώντας μόνος του την ανάμνηση της ανεμελιάς, όταν οι κινηματογραφικοί συμμορίτες του έχουν φύγει. Κι είναι ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ εκείνος που, όπως ο Φόρεστ Τάκερ, επέμεινε μια ζωή να ζει έξω από το σύστημα, να κάνει του κεφαλιού του και να μαγεύει τους πάντες στο πέρασμά του. Δεν είναι επειδή ο Λάουερι παρεμβάλει στην ταινία του πλάνα από εκείνες, τις καθοριστικές για την καριέρα του Ρέντφορντ ταινίες, είναι επειδή ο ίδιος ο ηθοποιός ενσάρκωσε το πνεύμα της ελευθερίας στο σινεμά και στη ζωή του που η ταινία γίνεται διπλά συγκινητική.

Κρατώντας το σενάριό του εξαιρετικά - ίσως κι υπερβολικά - απλό (αφήντας, για παράδειγμα, εντελώς ανεκμετάλλευτους τους «συνεργάτες» του Τάκερ, με τις εμβληματικές μορφές του Ντάνι Γκλόβερ και του Τομ Γουέιτς ανεκμετάλλευτες, όσο και χαριτωμένες), ο Λάουερι ξεστρατίζει σε δυο παράλληλους, υπέροχους άξονες: ο ένας είναι η πορεία του αστυνομικού που καταδιώκει τον Τάκερ, ο Τζον Χαντ του Κέισι Αφλεκ, στον κλασικό επίσης ρόλο του μπάτσου που έλκεται από το θήραμά του επειδή εκείνο ενσαρκώνει τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες του. Κι ο άλλος είναι το πιο αφοπλιστικό ρομάντζο τρίτης ηλικίας, ο ξαφνικός έρωτας του Τάκερ με την Τζούελ της Σίσι Σπέισεκ (που γίνεται πιο μαγευτική με κάθε δεκαετία που περνάει από πάνω της), τόσο πειστικό και σαρωτικό που για λίγο η ταινία βιώνεται συναρπαστικά ως αμετανόητο love story.

Ταυτόχρονα, ο Λάουερι έχει την εξυπνάδα - ή τη γνώση και το σεβασμό - να μεταχειριστεί αισθητικά την ταινία του σαν να είναι, η ίδια, ένα τραγούδι κάντρι: με χάρη και χιούμορ, σαν μελωδία τρυφερή, ερωτική και νοσταλγική, με μια μελαγχολία για όσα πέρασαν ανεπιστρεπτί. Γεμάτη με την αδρεναλίνη και την ελαφρότητα των ίδιων των ταινιών του Ρέντφορντ του '70. Γυρισμένη στο super 16 της φυσικής φθοράς, στα ανοιχτά τοπία του Τέξας, στις μικρές, σαν χαρτοκοπτική, πόλεις με τους γραφικούς κατοίκους, αυτή είναι μια ταινία που δεν μιμείται τη νοσταλγία που περιγράφει, αλλά αναπνέει μέσα σ' αυτή.

Γι' αυτό και το γεγονός ότι ο Λάουερι δεν κάνει πολύ κόπο να εμβαθύνει στους ήρωες και την ιστορία του, ξεχνιέται γρήγορα μια και τόσο τέλεια παγιδεύει με εικόνες κι αναφορές την αίσθησή τους. Κι αν ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ σταματήσει για πάντα το σινεμά, ή αν αποφασίσει να συνεχίσει τη διαδρομή του, το «The Old Man & the Gun» θα είναι πάντα, όχι μόνο μια μικρή κινηματογραφική λιχουδιά, αλλά κι ο καλύτερος φόρος τιμής στην καριέρα και στο όραμά του, στον άνθρωπο για τον οποίο η τελευταία απόδραση θα είναι πάντα το επόμενο, σίγουρο βήμα.