Το είδος του κινηματογραφικού τρόμου είναι ίσως το καλύτερο μέρος για ευδοκιμήσει μια ιστορία βασισμένη στο ψυχολογικό τραύμα. Είναι ίσως το μόνο μέρος όπου μπορεί κάποιος σκηνοθέτης με, ας μας επιτραπεί η λέξη, ασφάλεια να εξερευνήσει κάθε πτυχή του, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τον τρόμο και τη φρίκη που μπορεί να προκαλέσει αυτό, αλλά και τις, αγιάτρευτες πολλές φορές, πληγές που αφήνει πίσω του.
Και ο Οζ Πέρκινς, όπως έδειξε με την προηγούμενή του ταινία, «Longlegs», ξέρει πώς να χειρίζεται τέτοιου είδους ιστορίες με μια ιδιαίτερα ανατριχιαστική προσέγγιση. Και με τη νέα του ταινία με τίτλο «The Monkey», βασισμένη στο ομότιτλο διήγημα του Στίβεν Κινγκ, ενός συγγραφέα που λατρεύει να εξερευνά το παιδικό, αλλά και το οικογενειακό, τραύμα, συνδυάζοντάς το πάντα με έναν αναπόφευκτο νιχιλισμό πάνω στην έννοια του θανάτου, συνεχίζει να το ταξίδι αυτό, αλλά δίνοντάς του ταυτόχρονα μια αναγκαία κωμική ανατροπή.
Από τη στιγμή της ανακάλυψης ενός φαινομενικά ακίνδυνου παιχνιδιού σε μια παλιά οικογενειακή σοφίτα, αρχίζουν να εκτυλίσσονται περίεργα και φρικτά γεγονότα. Οι ζωές του Χαλ και του αδερφού του, Μπιλ, παίρνουν μια απροσδόκητη τροπή, καθώς το καταραμένο παιχνίδι παίρνει τον έλεγχο.
Ο Πέρκινς είναι ένας σκηνοθέτη που έχει ήδη αφήσει το δικό του, ανατριχιαστικό αποτύπωμα σε αυτό το κινηματογραφικό είδος, έχοντας αποδείξει ότι διαθέτει μια βαθιά κατανόηση του υπαινικτικού τρόμου, όπου η ατμόσφαιρα λειτουργεί εξίσου εκφοβιστικά με τα ίδια τα τερατουργήματα που στοιχειώνουν τους ήρωές του. Το «The Monkey», ωστόσο, σηματοδοτεί μια στροφή προς έναν πιο άμεσο, ωμό και σπλατεριστικό τρόμο, φέρνοντας μαζί του και μια (και παραπάνω) ανάσα γέλιου.
Εχοντας στα χέρια του μια υπόθεση τόσο απατηλά απλή, όπως το «αν κουρδίσεις τη μαϊμού, κάποιος θα πεθάνει με αρκετά βάναυσο τρόπο», ο Πέρκινς έχει την ελευθερία να δημιουργήσει ένα πραγματικά διασκεδαστικό τρενάκι τρόμου, βασισμένο στο πεπρωμένο και την αδυσώπητη μοίρα, το οποίο προκαλεί αβίαστα τόσο γέλιο όσο και τρόμο και σοκ, προσπαθώντας μέχρι το τέλος να «εξορκίσει», κατά κάποιον τρόπο, τη ζοφερή αυτή επίδραση που έχει η έννοια του θανάτου πάνω μας.
Ολος αυτός ο γλαφυρός τρόμος και το χάος που επικρατεί, δίνει στον σκηνοθέτη άπλετη ευκαιρία να ζωγραφίσει τα σκηνικά του με σπλάχνα και να στείλει μέρη του σώματος να πετούν σε όλες τις γωνίες της οθόνης, χρησιμοποιώντας κυρίως πρακτικά εφέ που δίνουν έναν άλλον τόνο στην ταινία του. Επίσης ο Πέρκινς επιδεικνύει άριστη γνώση της ατμόσφαιρας καθώς μπορεί μερικές από τις δολοφονίες να γίνονται καθαρά για να προκαλέσουν γέλια, αλλά μερικές από αυτές είναι πραγματικά τρομακτικές και αποτελεσματικές υπενθυμίσεις πάνω στα διακυβεύματα της ιστορίας, ισορροπώντας έτσι περίτεχνα ανάμεσα στον τρόμο και στην κωμωδία.
Οπως σε κάθε ιστορία του Κινγκ, έτσι και σ' αυτή, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία είναι η θεματική της γύρω από την παιδική τραυματική εμπειρία και τον φόβο του αναπόφευκτου. Το στοιχείο της κατάρας που περνά από γενιά σε γενιά δημιουργεί μια αλληγορία για το πώς το παρελθόν στοιχειώνει το παρόν, το πώς το οικογενειακό τραύμα περνά από γενιά σε γενιά, αλλά και το πώς προσπαθεί κάποιος να το σταματήσει – αν και η ταινία, κάποιες φορές, δεν εμβαθύνει όσο θα μπορούσε στις συναισθηματικές προεκτάσεις αυτών των θεμάτων όσο θα θέλαμε.
Ο Πέρκινς έχει δημιουργήσει έναν οπτικά εντυπωσιακό κόσμο, όπου το φως και η σκιά χρησιμοποιούνται για να χτίσουν μια ατμόσφαιρα αποσύνθεσης και επικείμενης καταστροφής. Η μαϊμού-παιχνίδι, αν και ένα φαινομενικά απλό εύρημα, καταφέρνει να γίνει ένα ανατριχιαστικό σύμβολο του αναπόφευκτου, του είδους του τρόμου που δεν μπορείς να αποφύγεις, παρά μόνο να αναβάλλεις. Και αυτό, τελικά, είναι το πιο γνήσιο στοιχείο Κινγκ που διατηρεί η ταινία: η ιδέα ότι κάποια πράγματα είναι απλώς καταδικασμένα να συμβούν, όσο κι αν προσπαθήσεις να ξεφύγεις από αυτά.
Ομως αυτό που κάνει την ταινία να χάνει κάπως τη δύναμή της είναι η ανεπαρκής ανάπτυξη των χαρακτήρων. Αν και οι πρωταγωνιστές Θίο Τζέιμς (εδώ σε διπλό ρόλο παίζοντας και τα δυο αδέρφια Χαλ και Μπιλ) και Κόλιν Ο'Μπράιεν δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό, δεν καταφέρνουν ποτέ να αποκτήσουν το συναισθηματικό βάρος που απαιτείται για να επενδύσουμε στην ιστορία τους. Η σχέση τους, ενώ στη θεωρία λειτουργεί ως συναισθηματικός πυρήνας του φιλμ, παραμένει ρηχή, στερώντας από το φινάλε την αναγκαία δραματική ένταση.
Παρά τις όποιες μικρές ατασθαλίες, το «The Monkey» βαδίζει σε έναν δικό του αιματοβαμμένο ρυθμό, κάτι στο οποίο δύσκολα μπορεί κάποιος να αντισταθεί. Και μπορεί αυτή η ταινία να μοιάζει ως μια αναπάντεχη στροφή για το σινεμά του Πέρκινς, δείχνει όμως πως το μόνο που μπορεί να κάνει κάποιος μπροστά στη βεβαιότητα του θανάτου είναι να βάλει τα γέλια. Και ίσως έτσι βρει και το νόημα της ζωής.