Η φωνή του αιμόφυρτου κρατούμενου σκεπάζει χιλιόμετρα και συνειδήσεις, φωνή ενός απρόσμενου προφήτη που εξαγγέλλει μια νεοελληνική Αποκάλυψη. Το μάτι του Θεού, η κάμερα από τον ουρανό που κοιτάζει κάτω, κάθετα, μια μικρή ανθρώπινη κατασκευή που λέγεται «κλειστή κοινωνία», παρατηρεί, έτοιμη να κρίνει και να στείλει την τιμωρία ή την εξιλέωση. Η νέα ταινία του Σύλλα Τζουμέρκα, ένα πυκνό, επιφανειακά στάσιμο κι υπόγεια εκρηκτικό, δραματικό θρίλερ, στήνεται στο ραντεβού της Παλαιάς Διαθήκης με το «True Detective» κι αυτό είναι, από μόνο του, μια συναρπαστική ιδέα.
Η Ελισάβετ είναι μια ηρωίδα αντι-μπάρμπι. Δυναμική, αθυρόστομη αστυνομικίνα, ξαποστέλνεται εκβιαστικά από τον «βρώμικο» διοικητή της, στο ακίνητο Μεσολόγγι. Ακίνητο μέσα στο πείσμα της ιστορίας του, των πολιορκημένων κατοίκων που διεκδίκησαν αυτοκτονικά την ελευθερία τους. Κι ακίνητο σαν τα νερά της λιμνοθάλασσάς του, του μυσταγωγικού τοπίου του, ιδανικού τόπου για πνιγμένα εγκλήματα. Μέσα στη μικρή κοινότητα που επιβλέπει, η Ελισάβετ είναι μια σπασμένη κούκλα: τα ξανθά μπουκλωτά μαλλιά της μοιάζουν με κωμική περούκα, τα ρούχα της είναι ένα οξύμωρο, κολλητά στο σώμα, λαμέ και δερμάτινα, πίνει σαν να μην υπάρχει αύριο και βρίζει σαν να μην υπάρχει άλλη γλώσσα. Είναι θυμωμένη, κατεστραμμένη και σαρωτική. Ο μικρός χορός που στήνεται γύρω της αποτελείται από μια χούφτα ανθρώπων, στερεότυπων της μικρής πόλης και μαζί ολοζώντανων: ο πουλημένος εισαγγελέας, ο μυστηριώδης, μουγκός αδελφός του, ο γιατρός με τη διπλή ζωή, ο λαϊκός σταρ τραγουδιστής με τη θολωμένη λάμψη και τα ακόμα πιο θολωμένα μάτια, η βγαλμένη από το βούρκο του Τενεσί μπαργούμαν. Και η Ρίτα. Η ρωμαλέα αδελφή του τραγουδιστή, που δουλεύει πρωί-βράδυ, ως καθαρίστρια κι ως εργάτρια στην «επεξεργασία» των χελιών, μια γυναίκα που μοιάζει, με τη σωματική δύναμη και με τη γρήγορη μηχανή της, να θέλει να ισοπεδώσει ένα φευγαλέο εσωτερικό τρόμο. Ενα έγκλημα θ' απαιτήσει διαλεύκανση και θα φέρει στην επιφάνεια ένα ομαδικά θαμμένο μυστικό. Η Ελισάβετ και η Ρίτα θα χρησιμοποιήσουν η μία την άλλη για την ηρωική τους έξοδο.
Σ' αυτή την ταινία, όπου η βιβλική παραβολή φοράει την πιο λούμπεν μάσκα της, ο Σύλλας Τζουμέρκας αξιοποιεί το γεωγραφικό και κοινωνικό τοπίο του με τον καλύτερο τρόπο. Με τη ζεστή, καυτή φωτογραφία του Πέτρους Σιόβικ, το Μεσολόγγι γίνεται ένας καμβάς τόσο ιδιαίτερος και απόκοσμος που η ομορφιά του μοιάζει ασφυκτική κι επικίνδυνη, αισθήματα που ενισχύει η μουσική των Drogatek, η ωραιότερη κινηματογραφική τους δουλειά ως τώρα. Την εξέλιξη της πλοκής διακόπτουν όνειρα, οράματα, ψυχαναλυτικά και θρησκευτικά μαζί, κάποια πιο πετυχημένα από άλλα, όλα κομμάτια ενός υπαρξιακού παζλ του φόβου. Ο φόβος είναι καθοριστική λέξη σ' αυτή την ταινία, την τόσο κοντινή, σαν φόρος τιμής σχεδόν, σ' αυτή τη φάτνη του «Φόβου» του Κώστα Μανουσάκη που, σε μια γλυκιά σύμπτωση, σε μια εποχή άλλων πολιτικών και κινηματογραφικών παθών για την Ελλάδα, έκανε την πρεμιέρα της στην Berlinale του 1966 - όπως αυτή εδώ η ταινία, στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου.
Εκεί όπου ο Σύλλας Τζουμέρκας κερδίζει το μεγάλο του στοίχημα, βαλμένο ενάντια σ' ένα «Fargo», ή σ' ένα «Μικρό Νησί», είναι στην ατμόσφαιρα που χτίζει, τόσο ρεαλιστική στην αποτύπωση της μοιραίας επαρχιακής κλειστοφοβίας, αλλά και στην προσωπική ενοχή του θεατή που έχει μάθει (από τη ζωή) να θεωρεί τα συνωμοτικά εγκλήματα της μικρής πόλης ως δεδομένα. Ολοι του οι ήρωες είναι κουρδισμένοι να πολεμούν τη ζωή που τους δόθηκε, όλοι του οι ηθοποιοί φτιάχνουν φιγούρες αναγνωρίσιμες και μαζί larger than life, καρικατούρες επώδυνα πραγματικές, με την Αγγελική Παπούλια να πρωτοστατεί με μια ερμηνεία που, στην παραξενιά της, στη μαύρη κωμικότητα και τη θλίψη της, θα γινόταν εύκολα μια ηρωίδα franchise που θα βλέπαμε ξανά και ξανά σε νέες περιπέτειες.
Από την άλλη πλευρά, ο τρόμος αυτός που ελλοχεύει, κοινωνικός, πολιτικός, σεξουαλικός και θρησκευτικός μαζί, κυλά τόσο υπόγεια που ο παράγοντας του θρίλερ χάνει την αγωνία του: προτού καταλάβεις ότι ψάχνεις για ένα whodunnit, έχεις φτάσει στη λύση, με το αστυνομικό σασπένς να απασχολεί την ταινία πολύ λιγότερο από το υπαρξιακό. Κι αν ολόκληρη η ταινία χτίζεται πάνω στην υποψία ενός τρομερού εγκλήματος, όταν έρχεται η αποκάλυψή του, δεν μοιάζει στ' αλήθεια τόσο τρομερό, μοιάζει, αντίθετα, με μια light εκδοχή εκείνου που θα μπορούσε να συμβαίνει. Πράγμα, βέβαια, επίσης ενδιαφέρον, αν θεωρήσουμε ότι παίζει με τη δική μας εύκολη αποδοχή της κοινής ενοχής.
Κι έτσι εκείνο που μένει στο μυαλό περισσότερο από το θρίλερ, είναι συγκεκριμένες σκηνές του Τζουμέρκα, ένα δείπνο που ακροβατεί μεταξύ προσχήματος και φρίκης, μια εμβληματική πράξη ακραίας βίας, αγάπης και λύτρωσης, μια σειρά από τοπία μαγικά κι αληθινά, μια απόδοση του (ελληνικού, αλλά όχι μόνο), επαρχιακού τρόμου ακριβής και τραγική, μια ανατροπή των στερεοτύπων του φύλου, που κάνει αυτό το φιλμ βαθιά γυναικείο την ώρα ακριβώς που αρνείται το χαρακτηρισμό του. Μια ταινία πιο φιλόδοξη από τις προηγούμενές του και πιο μεγαλεπήβολη, συνειδητά τσακισμένη και βαπτισμένη σε αλμυρό νερό και γουίσκι.