Μοιάζει αρκετά δύσκολο το να προσπαθείς να κατατάξεις την «Κόρη του Βασιλιά του Βάλτου» κάπου μέσα στο κινηματογραφικό τοπίο.

Η ταινία, όπως και το ομότιτλο best seller βιβλίο της Κάρεν Ντιόν, θέλει να είναι ένα πραγματικά φιλόδοξο εγχείρημα. Ενα συναρπαστικό ψυχολογικό θρίλερ με στοιχεία οικογενειακού δράματος το οποίο προσπαθεί, απεγνωσμένα αρκετές φορές, να γαντζωθεί πάνω σου φέρνοντας μαζί του και το συναισθηματικό φορτίο της ηρωίδας της. Μόνο που, κι ενώ τα στοιχεία αυτά υπάρχουν, ποτέ δεν μετουσιώνονται σε κάτι το πραγματικά συναρπαστικό, καθώς τα πάντα γρήγορα χάνονται κάτω από την ομίχλη μιας αρκετά τετριμμένης ιστορίας.

Μια γυναίκα με κρυφό παρελθόν θα επιστρέψει στο δάσος όπου μεγάλωσε για να αντιμετωπίσει τον πιο επικίνδυνο άντρα της ζωής της: τον πατέρα της. Η φαινομενικά φυσιολογική ζωή τής Ελένα κρύβει μία σκοτεινή και επικίνδυνη αλήθεια: τον αποξενωμένο πατέρα της, τον διαβόητο Βασιλιά του Βάλτου, τον άνθρωπο που κράτησε όμηρο εκείνη και τη μητέρα της για χρόνια. Οταν δραπετεύσει από τη φυλακή, η Ελένα θα έρθει αντιμέτωπη με το παρελθόν της. Γνωρίζοντας πως εκείνος θα κυνηγήσει την ίδια και την οικογένειά της, η Ελένα πρέπει να βρει τη δύναμη να κοιτάξει κατάματα τους δαίμονές της και να υπερνικήσει τον άνθρωπο που της έμαθε να επιβιώνει στην άγρια φύση.

Μέσα από τα μάτια της μικρής Ελένα ο Νιλ Μπέργκερ, γνωστός κυρίως από τις ταινίες «Divergent», παρουσιάζει τον πατέρα της ως τον Βασιλιά ολόκληρου του κόσμου της, κάτι που κάθε κορίτσι στην ηλικίας της βλέπει τον δικό της. Αυτή την απόλυτα ειδυλλιακή σχέση ο Μπέργκερ κινηματογραφεί μέσα από την απεραντοσύνη του δάσους στο οποίο στο οποίο ζουν με έντονα χρώματα, χρησιμοποιώντας εναέρια πλάνα για να δώσει περισσότερο φως στα καταπράσινα εδάφη του, αλλά παρουσιάζοντας και την κλειστοφοβική φύση του δάσους για να δώσει την απαραίτητη χροιά ασφάλειας σε αυτή την, φαινομενικά στην αρχή, αρμονική σχέση πατέρα/κόρης.

Για τον Μπέργκερ το δάσος είναι ο κύριος πρωταγωνιστής το οποίο προσπαθεί να χαρτογραφήσει παραλληλίζοντάς το με την ψυχοσύνθεση των ίδιων των χαρακτήρων του. Κάθε μονοπάτι, κάθε στροφή που παίρνουν η σχέση τους μετατρέπεται σε κάτι πιο σκοτεινό, πιο επικίνδυνο, πιο θανατηφόρο. Χάνεται αυτό το ειδυλλιακό τοπίο και την θέση του παίρνει ο βάλτος και η τοξική και αποπνικτική του ατμόσφαιρα. Μόνο που ο Μπέργκερ μοιάζει να φοβάται να οδηγήσει την ιστορία του κι εμάς μέσα από τα πιο σκοτεινά μονοπάτια της, ακολουθώντας έναν πιο ασφαλές τρόπο έξω από αυτόν.

Η ταινία θέλει να είναι μια δυναμική ιστορία ενηλικίωσης, μια ιστορία για τη γυναικεία χειραφέτηση που αξιοποιεί τη Φύση που γνωρίζει καλά για να διδαχθεί τρόπους για να επιβιώσει. Αλλά ταυτόχρονα θέλει να είναι και μια ιστορία για τη δύναμη που βρίσκει ένα κορίτσι για να φύγει μακριά από μια κακοποιητική και τοξική σχέση, εκθρονίζοντας τον πατέρα της από το πιο ψηλό βάθρο και να του δώσει μια πιο θνητή υπόσταση. Τίποτα όμως από όλα αυτά δεν μετουσιώνεται σε κάτι το πραγματικά ενδιαφέρον καθώς η πλοκή της αναλώνεται μέσα από τα αμέτρητα flashbacks, χωρίς να δίνει την δυνατότητα στους χαρακτήρες να εξελιχθούν όπως θα έπρεπε, και με ένα σενάριο γεμάτο από αχρείαστο exploitation το οποίο φαίνεται πως εμπιστεύεται αρκετά πως το κοινό της πως είναι ικανό να συμπληρώσει τα οποία κενά.

Ολα αυτά λειτουργούν ενάντια στην εξιστόρηση της πλοκής καταλήγοντας με τον Μπέργκερ, ο οποίος δεν μπορεί να επεξεργαστεί σωστά αυτή την παραμυθένια αλληγορία, την οποία προσπαθεί να κρατήσει μέχρι το φινάλε της χωρίς όμως ιδιαίτερα αποτελέσματα, και να χτίσει μια ικανή ιστορία εκδίκησης. Αντ’ αυτού να μας παραδίδει ένα θρίλερ χωρίς σασπένς το οποίο προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο μελό και το δράμα. Είναι κρίμα μόνο που η στιβαρή ερμηνεία της Ντέιζι Ρίντλεϊ, η οποία προσπαθεί να σηκώσει στους ώμους της την ταινία η οποία την παρουσιάζει δυναμική και ευάλωτη ταυτόχρονα, και της κλασσικής πλέον αξίας του Μπεν Μέντελσον, δεν αναδεικνύονται τόσο έτσι ώστε να σε αφήσουν να παραβλέψει τα όποια ελαττώματά της.

Σε στιγμές δυνατή αλλά βουλιάζοντας συνεχώς μέσα στη μετριότητα η «Κόρη του Βασιλιά του Βάλτου» προσπαθεί συνεχώς να καλύψει το όποιο συναισθηματικό κενό της με λογοτεχνικά τερτίπια, τα οποία την αφήνουν παντελώς έρμαιο μέσα σε μια ασθενική και ανιαρά παλιομοδίτικη ιστορία.