Ο Πατρίσιο Γκουσμάν είναι ένας ντοκιμαντερίστας – ποιητής. Πάντα αγκιστρωμένος στην πραγματικότητα, στην ιστορία και συγκεκριμένα στην ιστορία των παθών της βασανισμένης Χιλής, της πατρίδας του που εγκατέλειψε πριν πέντε, σχεδόν, δεκαετίες, για να γλιτώσει από το καθεστώς Πινοσέτ. Εζησε στη Γαλλία, επιστρέφοντας στη Χιλή τακτικά για παρατήρηση, έμπνευση, εξομολόγηση και καταγραφή. Κι αυτή την καταγραφή την κάνει πάντα με τρόπο ποιητικό, με έκφραση αφαιρετική και τρυφερή, συνδέοντας φαινομενικά αταίριαστα στοιχεία για να καταλήξει όχι μόνο σε γνώση, αλλά σε μια αίσθηση πολιτικής αγανάκτησης και υπαρξιακής μελαγχολίας.
Στο πλαίσιο μιας άτυπης τριλογίας για τη Χιλή, που ξεκίνησε το 2010 με το αριστουργηματικό «Νοσταλγώντας το Φως» συνεχίστηκε με το βραβευμένο με Αργυρή Αρκτο το 2015 «Μαργαριταρένιο Κουμπί», ο Γκουσμάν ολοκληρώνει με την «Οροσειρά των Ονείρων» τη διαδρομή του. Κι ως «φινάλε», με επίσημη πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Καννών, η νέα του ταινία είναι πιο εσωστρεφής, λιγότερο ταξιδιάρικη, πιο καθηλωτική. Αν στην πρώτη ταινία αυτής της τριλογίας το πεδίο εξερεύνησης ήταν η έρημος και στη δεύτερη το νερό, αυτή τη φορά ο Πατρίσιο Γκουσμάν μελετά την πέτρα, την πιο ερμητική φυλακή αναμνήσεων.
Με αφηγητή τον ίδιο, σε μια εξιστόρηση πολύ προσωπική, ο σκηνοθέτης καταπιάνεται με το δικό του, ανατρεπτικό τρόπο, με τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, το πώς αυτή περιορίζει ή εμπνέει την ελευθερία του. Με ερέθισμα την Κορδιγιέρα, το «κορδόνι» της οροσειράς των Ανδεων που διατρέχει από πάνω ως κάτω τη Χιλή, ως δυτικό της σύνορο μπροστά στον Ειρηνικό, ο Γκουσμάν παρατηρεί ανθρώπους που τα βάζουν με το βουνό με διαφορετικούς τρόπους: το σκαρφαλώνουν για να το δαμάσουν ή το ζωγραφίζουν για να το θαυμάσουν. Ανάμεσά τους, ο «άλλος» ντοκιμαντερίστας, Πάμπλο Σάλας, το alter ego του Γκουσμάν θα μπορούσες να πεις. Ενας άνθρωπος που με την κάμερά του καταγράφει ακούραστα, εδώ και πενήντα χρόνια σχεδόν, την ιστορία της βίας στην καρδιά του Σαντιάγκο, ξεκινώντας με το στρατό του Πινοσέτ και συνεχίζοντας με κάθε ανθρώπινη διαμαρτυρία που εξακολουθεί να καταπνίγεται σιωπηλά.
Ο Γκουσμάν και ο Σάλας είναι ίδιοι κι αντίθετη, εξ ου και η γοητεία της συνάντησής τους. Ο Σάλας είναι ένας άνθρωπος πρακτικός, μαχητικός, που έμεινε στη Χιλή, δεν έφυγε – οι λεπτές ενοχές του Γκουσμάν συνδυάζονται με την τρυφερότητα της μνήμης των παιδικών χρόνων σε μια πόλη που τον περιέβαλλε, τότε, μόνο με ζεστασιά και την οποία σήμερα κοιτάζει μόνο από ψηλά, από το αεροπλάνο, από τα βουνά. Ο Σάλας έχει στο γραφείο του συγκεντρωμένες άπειρες βιντεοκασέτες και σκληρούς δίσκους που αφήνουν την τραγική ιστορία τους να σκονίζεται, αλλά υπάρχουν ως μάρτυρες αυτών που ο Γκουσμάν, τόσο πιο επιφανής, προσπαθεί με το δικό του τρόπο να διαχέει στον υπόλοιπο κόσμο.
Σαν το τεράστιο βουνό που αποτελεί την έμπνευσή του, μυστηριώδες, πολυεπίπεδο και αμετακίνητο, έτσι κι η ταινία στέκεται σαν μονόλιθος απέναντι στην ιστορία, χωρίς δαντελωτές ακτές ή εύπλαστους κόκκους άμμου. Η Κορδιγιέρα λειτουργεί για το Σαντιάγκο ως τείχος: προστατεύει την πόλη από απειλές, εμποδίζει όμως και το βλέμμα να περιηγηθεί στον ανοιχτό ορίζοντα, αποτρέπει τα μυστικά της που έχουν ανάγκη να ταξιδέψουν. Αυτό το «φράγμα» σπάει ο Πατρίσιο Γκουσμάν με τη νέα ταινία του και κάνει, για άλλη μια φορά, τη φωνή της Χιλής ν’ ακουστεί, πιο δυνατά και πιο θλιμμένα από ποτέ.