Το 2015, ο Ζάζα Ουρουσάτζε χάρισε στην Εσθονία την πρώτη της υποψηφιότητα για το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας με το τρυφερό αντιπολεμικό δράμα «Μανταρίνια». Η πρωτότυπη σκηνοθετική προσέγγιση δεν ήταν ούτε τότε ακριβώς το δυνατό σημείο του Γεωργιανού δημιουργού, ωστόσο η ανθρωπιά, η κινηματογραφική απλότητα και η γνήσια συγκίνηση της ταινίας του ήταν αρκετά για να συγχωρέσει κανείς τις αδυναμίες της.

Εκ πρώτης όψεως, η νέα του ταινία δείχνει να κινείται στον ίδιο ιλαροτραγικό τόνο, καθώς ακολουθεί τον Γκιόργκι, έναν ιερέα που μετατίθεται μαζί με τον βοηθό του σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Γεωργίας όπου ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει. Με την εξαίρεση της παρουσίας κινητών και των DVD που εκείνος κουβαλά μαζί του, τίποτα δεν μαρτυρά ότι βρισκόμαστε στον 21ο αιώνα. Εχοντας σπουδάσει στο παρελθόν σκηνοθεσία και φιλοδοξώντας να εξοικειωθεί με τους κατοίκους, ωστόσο, ο Γκιόργκι θα ξεκινήσει να διοργανώνει προβολές κλασικών ταινιών σε μια εγκαταλειμμένη αποθήκη, κάτι που θα σταθεί αφορμή να γνωρίσει τη δασκάλα μουσικής που οι ντόπιοι θα παρομοιάσουν με τη Μέριλιν Μονρό, έπειτα από μια προβολή του «Μερικοί το Προτιμούν Καυτό».

Κάπου εδώ, και καθώς ο συγκρατημένος αλλά προσιτός Γκιόργκι μοιάζει να έρχεται ολοένα και πιο κοντά στη δασκάλα με τα πλατινέ μαλλιά, εύκολα θα μπορούσε να φανταστεί κανείς την ταινία να εξελίσσεται σε μια (απαγορευμένη) ερωτική ιστορία με επίκεντρο τα ηθικά διλήμματα του ήρωά της μεταξύ πίστης και επίγειας ζωής. Ομως όχι. Οι αλλόκοτες συναντήσεις του ιερέα με τη μυστηριώδη γυναίκα, που ούτως ή άλλως μοιάζει να έχει βγει από άλλη ταινία, εναλλάσσονται με τις σαφώς πιο ρεαλιστικές συναλλαγές και εξομολογήσεις με τους υπόλοιπους κατοίκους και τον απλοϊκό αλλά χωρατατζή βοηθό του, οι οποίες προμηνύουν κάτι πιο κοντά στην τίμια, χαριτωμένη ηθογραφία που κανείς δεν θα μας κατηγορούσε αν περιμέναμε από αυτόν. Και πάλι όχι.

Για την ακρίβεια, ο Ουρουσάτζε μοιάζει να μην έχει καμία απολύτως ιδέα για το τι ακριβώς θέλει να κάνει. Εχοντας αφήσει μερικά σκόρπια στοιχεία στην πορεία, αποφασίζει να κάνει μια θεαματική όσο και καθυστερημένη στροφή με μια μελοδραματικά σοκαριστική αποκάλυψη που αν ήταν αδύνατον να έχουμε προβλέψει δεν είναι λόγω της ευρηματικότητας του Ουρουσάτζε (ο οποίος υπογράφει και το σενάριο), αλλά επειδή ακριβώς έρχεται από το πουθενά.

Το να σχολιάσει κανείς περισσότερο τη φύση της συγκεκριμένης ανατροπής θα «χάλαγε» τη (δυσάρεστη) έκπληξη που ο Ουρουσάτζε επιφυλάσσει στον θεατή – αρκεί ωστόσο να πει κανείς ότι κάνει θρύψαλα το χαμηλότονο ύφος του υπόλοιπου φιλμ, καθώς και την όποια απόπειρα για ένα σχόλιο πάνω στη θαυματουργή επίδραση του ίδιου του σινεμά στο κοινό, όπως θα μπορούσε να εξελιχθεί μέσα από τις ανεκμετάλλευτες εν τέλει σκηνές των προβολών, που φέρνουν φευγαλέα στο μυαλό τα αριστουργηματικά «Ταξίδια του Σάλιβαν» (1941) του Πρέστον Στάρτζες.

Σαν ένα μυθιστόρημα από το οποίο ολόκληρα κεφάλαια έχουν χαθεί, η ιστορία του Ουρουσάτζε μοιάζει με ένα προσχέδιο γεμάτο δυνητικά ενδιαφέροντα στοιχεία των οποίων όμως η σύνδεση παραμένει αψυχολόγητη. Το βιαστικό και άβολο φινάλε παραμένει η πιο τρανή απόδειξη γι’ αυτό, καθώς αδυνατεί να χειριστεί τη σοβαρότητα της σεναριακής βόμβας που ο Ουρουσάτζε εκτόξευσε στα μούτρα του κοινού λίγα λεπτά πριν. Γι’ αυτό και μόνο, αυτή η «Εξομολόγηση» δεν αξίζει άφεση αμαρτιών.