Αν η «Κυρία» εξαφανιζόταν χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος πίσω της στο μεσοπολεμικό διεθνές τρένο του Αλφρεντ Χίτσκοκ, στο σύγχρονο νεοϋορκέζικο προαστιακό του Ζομ Κολέτ-Σέρα καμία κυρία ή κύριος δε λέει να δώσει ίχνη παρουσίας κι ας κάθεται στη θέση της/του, προς μεγάλο άγχος του Λίαμ Νίσον, εδώ στην τέταρτη συνεργασία του με τον Καταλανό σκηνοθέτη και τρίτη όπου υποδύεται έναν χιτσκοκικού τύπου χαρακτήρα μετά τα «Ο Αγνωστος» και «Non-Stop».
Λοιπόν, ο 65άρης Νίσον, που συνεχίζει να δείχνει 55, υποδύεται εδώ έναν (ας-τα-βρούμε-στη-μέση) 60χρονο πρώην μπάτσο και νυν ασφαλιστή σε οικονομική δυσπραγία. Ο Μάικλ ΜακΚόλεϊ, που παίρνει εδώ και μια δεκαετία το ίδιο προαστιακό τρένο για να πάει στη δουλειά του, πειθαναγκάζεται ένα πρωί από μια αινιγματική επιβάτισσα να εντοπίσει εντός της αμαξοστοιχίας ένα άγνωστο άτομο και να τοποθετήσει κρυφά στην τσάντα του μια συσκευή ανίχνευσης, με μόνα δεδομένα πως πρόκειται για μη τακτικό επιβάτη, έχει το παρατσούκλι Πρυν και κατεβαίνει στον τερματικό σταθμό. Αμοιβή του θα είναι 100.000 δολάρια, με προκαταβολή που θα βρει –όντως- κρυμμένη στην τουαλέτα.
Το γεγονός πως ούτε ο μισθωμένος ούτε και οι μισθωτοί του ξέρουν τον άγνωστο λειτουργεί ως μοτέρ της αγωνίας, ενώ έχει την πλάκα της η ακόλουθη πάλη για τον εντοπισμό του ανάμεσα σε δεκάδες άλλους επιβάτες με βάση την εις άτοπο απαγωγή τύπου Cluedo –κάτι που διασκέδαζε αφάνταστα και τον μετρ του σασπένς Χίτσκοκ, ο οποίος εφήρμοσε πρώτος και απαράμιλλα το παιχνίδι με τον νόμο των πιθανοτήτων σε όλα του τα κινηματογραφικά μυστήρια.
Όμως, αν και ικανός στο ντεκουπάζ και την αίσθηση των χώρων και αλάνθαστος στους αφηγηματικούς ρυθμούς, όπως φάνηκε κι από τις προηγούμενες ταινίες του, ο Κολέτ-Σέρα προς το παρόν υπολείπεται σε πολλά των καλών μιμητών του Χίτσκοκ που θέλει κατάδηλα να είναι. Εδώ, η απόπειρά του να σταθμίσει την χαρακτηρολογία με το μυστήριο, όπως και στο «Non-stop», πέφτει στο κενό (με μόνη ίσως εξαίρεση το «Μάρνι», ο Χίτσκοκ ουδέποτε πριμοδότησε χαρακτήρες, ενώ το περιεχόμενο των σεναρίων του το χρησιμοποιούσε πάντα ως εργαλείο μονάχα για την εκάστοτε απόδειξη του αξιώματος «τα φαινόμενα απατούν»), έτσι που παλεύει να συμβιβάσει τον ρεαλισμό με μια πλοκή ολικά εξωπραγματική, η οποία θα παραλογιστεί όλο και περισσότερο από τη στιγμή που το who-is-who παιχνίδι γίνεται προφανές και ανιαρό και το τρένο του μυστηρίου μπαίνει για τα καλά στη ράγα της δράσης αλά «Speed» και των κυνηγητών αλά «Die Hard», μη και απογοητευτούν οι φανς του «Taken».
Εννοείται πως το λίγο-απ’ όλα, εξυπνακίστικο σενάριο και οι επεξηγηματικοί από ένα σημείο και πέρα διάλογοι έχουν την ευθύνη τους. Ισως γι’ αυτό το προηγούμενο θρίλερ του Κολέτ-Σέρα «Σε Ρηχά Νερά», που έχτιζε «γυμνά» και σιωπηλά το σασπένς του, μέσα από νεκρούς κυρίως χρόνους και χωρίς να πονοκεφαλιάζει για «χαρακτήρες», παραμένει και το πιο αποτελεσματικό του.