Ο Μαρτ Κρόουλι έγραψε το «The Boys in the Band» το 1968. Στην πραγματικότητα η συγγραφή του ήταν αρχικά μια κεκαλυμμένη χορηγία της Νάταλι Γουντ, που είχε γνωρίσει τον Κρόουλι όταν δούλευε ως βοηθός παραγωγής στο «Πυρετός στο Αίμα» του Ελιά Καζάν και αποφάσισε να τον προσλάβει ως προσωπικό της βοηθό προκειμένου να έχει το χρόνο και τα χρήματα για να ολοκληρώσει το πρώτο του φιλόδοξο έργο: την ιστορία μιας παρέας γκέι αντρών που μαζεύονται ένα Σάββατο βράδυ σε ένα σπίτι στη Νέα Υόρκη για ένα πάρτι γενεθλίων χωρίς να υπολογίζουν την αιφνίδια άφιξη ενός φίλου του οικοδεσπότη από το παρελθόν που θα ανατρέψει όλες τις ισορροπίες.
Ισως η Ναταλί Γουντ, όπως και η ηθοποιός Νταιάνα Λιν που ολοκλήρωσε τη χρηματοδότηση του έργου, μετά από πολλές μάταιες προσπάθειες του Κρόουλι να «πετύχει» στο Χόλιγουντ, - βασανισμένες ψυχές και οι ίδιες - είχαν διακρίνει πως μέσα σε αυτή την προσωπική κατάθεση ενός ανθρώπου που ήθελε να προλάβει να μιλήσει για τη ζωή των γκέι πριν το sexual και gay liberation, πριν το Stonewall και κυρίως πριν την έλευση του AIDS, κρυβόταν μια τόσο διαχρονική ρωγμή στην ετεροκανονικότητα και μια τόσο ειλικρινής αφήγηση της μεγάλης διαδρομής της εισβολής του queerness μέσα στην τακτοποιημένη καθημερινότητα μιας χώρας, που έπρεπε οπωσδήποτε να βρει χρόνο, χρήμα και χώρο για να υπάρξει και να βγει έκεί έξω ρισκάροντας να αποτύχει ή να θριαμβεύσει.
Το «The Boys in the Band» δεν θριάμβευσε. Πέτυχε, όμως, με όρους που δεν ήταν προφανείς στην εποχή του. Ανέβηκε στη θεατρική σκηνή για πρώτη φορά το 1968, μια δύσκολη παραγωγή αφού κανείς ηθοποιός δεν ήθελε να αναλάβει την αποστολή αυτοκτονίας και να υποδυθεί έναν ομοφυλόφιλο ή να σκηνοθετήσει ένα έργο με τολμηρή γλώσσα και ουσιαστικά ένα μάτσο αδερφές που βγάζουν τα εσώψυχά τους επί δύο ώρες.»
«Το έργο είχε να κάνει με μένα και την καριέρα μου, αλλά και με την κοινωνική συμπεριφορά των ανθρώπων γύρω μου και τους νόμους της εποχής. Ηθελα να κάνω την αδικία προς αυτούς τους χαρακτήρες γνωστή. Δεν ήμουν ακτιβιστής, δεν ξέρω τι με έπιασε, ήθελα απλά να γράψω την αλήθεια», θα δήλωνε ο ο Μαρτ Κρόουλι 30 χρόνια μετά.
Το «The Boys in the Band» δεν θριάμβευσε. Πέτυχε, όμως, με όρους που δεν ήταν προφανείς στην εποχή του. Ανέβηκε στη θεατρική σκηνή για πρώτη φορά το 1968, μια δύσκολη παραγωγή αφού κανείς ηθοποιός δεν ήθελε να αναλάβει την αποστολή αυτοκτονίας και να υποδυθεί έναν ομοφυλόφιλο ή να σκηνοθετήσει ένα έργο με τολμηρή γλώσσα και ουσιαστικά ένα μάτσο αδερφές που βγάζουν τα εσώψυχά τους επί δύο ώρες. Οι τολμηροί δικαιώθηκαν και αυτό που ξεκίνησε για λίγες παραστάσεις off - Broadway άρχισε να γεμίζει το θέατρο - ανάμεσα στους θεατές και η Τζάκι Κένεντι, η Μάρλεν Ντίτριχ, ο Γκράουτσο Μαρξ, ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ - χρειάστηκε να μεταφερθεί σε μεγαλύτερη αίθουσα, ανέβηκε και στο Λονδίνο και δύο χρόνια μετά έγινε και ταινία από τον Γουίλιαμ Φρίντκιν σε σενάριο του ίδιου του Κρόουλι.
Οπως και το θεατρικό έργο, έτσι και η ταινία του Φρίντκιν υπήρξε μια από τις πρώτες ευθείες απεικονίσεις της ομοφυλόφιλης ζωής στο αμερικάνικο mainstream σινεμά, ακριβώς πάνω στο gay liberation, ένα βήμα που δεν θα γινόταν μαζικά δεκτό ούτε από την κριτική της εποχής, ούτε φυσικά από το κοινό ή - κόντρα στις προβλέψεις - από την ίδια την κοινότητα.
Χωρισμένο σε δύο πράξεις, το «The Boys in the Band» ξεκινάει με τον «κεντρικό» πρωταγωνιστή του, τον Μάικλ, έναν αλκοολικό συγγραφέα ο οποίος έχει αναλάβει το ρόλο του οικοδεσπότη για το πάρτι γενεθλίων του ιδιότροπου φίλου του, Χάρολντ. Στο διαμέρισμά του στο άπερ Μανχάταν καταφτάνουν ένας ένας οι κοινοί τους φίλοι. Πρώτος έρχεται ο Ντόναλντ που έχει μετακομίσει μακριά από τη Νέα Υόρκη, στην πραγματικότητα απομακρυνθεί από όλους και όλα, δέσμιος της ψυχαναλύτριάς και της μοναξιάς του. Δεύτερος φτάνει ο Μπερνάρ, μαύρος βιβλιοθηκάριος, ισορροπημένος μάλλον τόσο ώστε να επιβιώνει τόσο της ομοφυλοφιλίας του όσο και του διάχυτου ρατσισμού σε μια φαινομενικά προοδευτική πόλη. Στη συνέχεια έρχονται ο Χανκ, που σε μια απόφαση ζωής ετοιμάζεται να χωρίσει τη γυναίκα του για να ζήσει με τον Λάρι ο οποίος όμως δεν είναι έτοιμος να πάρει τη δική του απόφαση ζωής και να ενδώσει στη μονογαμία, επιθυμώντας να είναι ταυτόχρονα σε σχέση αλλά και ελεύθερος να γευτεί οποιοδήποτε αγόρι του προσφέρεται εκεί έξω. Μαζί τους καταφτάνει και ο Εμορι, διακοσμητής εσωτερικών χώρων αλλά για όλους ένα στερεότυπο της «ξεφωνημένης αδελφής» και λίγο αργότερα - νωρίτερα από το προγραμματισμένο - ένας νεαρός hustler ντυμένος καουμπόι, δώρο του Εμορι στον Χάρολντ. Ο Χάρολντ θα αργήσει όπως πάντα, τόσο ώστε να χάσει την επεισοδιακή άφιξη του Αλαν, ενός εφηβικού φίλου του Μάικλ από το κολέγιο που παίρνει αναπάντεχα τηλέφωνο τον Μάικλ κλαίγοντας, ζητώντας του να περάσει οπωσδήποτε για ένα ποτό.
Η προσπάθεια του Μάικλ να κρύψει από τον Αλαν το γεγονός πως όλοι οι άντρες που βρίσκονται μέσα στο σαλόνι του το συγκεκριμένο βράδυ είναι γκέι και τα ομοφοβικά σχόλια του Αλαν προς τον Εμορι θα οδηγήσουν γρήγορα σε συγκρούσεις, σωματικές και λεκτικές, καθώς ο Χάρολντ κάνει τη δική του θεαματική είσοδο και μια δυνατή καταιγίδα θα κλείσει όλους μέσα στο σαλόνι του διαμερίσματος. Εκεί ο Μάικλ, που πίνει, καπνίζει και μοιάζει να βγαίνει σταδιακά εκτός εαυτού αποκαλύπτοντας το πραγματικό του πρόσωπο, θα προτείνει να παίξουν ένα παιχνίδι: ο κάθε ένας από τους παρευρισκόμενους θα πρέπει να τηλεφωνήσει στον άνθρωπο που αγάπησε περισσότερο στη ζωή του και να του πει «σ’ αγαπώ». Οποίος καταφέρει να καλέσει τον αριθμό, να βρει τον παραλήπτη και να μην δειλιάσει να του εξομολογηθεί τον έρωτα του, θα κερδίσει. Μια ακόμη εκδοχή του «θάρρος ή αλήθεια», αυτή τη φορά χωρίς διαζευτικό ή αλλά με μια απόφαση που κάνει το θάρρος αλήθεια και το αντίστροφο και που θα αναγκάσει όλους να επιστρέψουν στο τραύμα που, ανοιχτό για τους περισσότερους, τους ορίζει ως άνδρες, ως ομοφυλόφιλους άνδρες, ως ανοιχτά (;) ομοφυλόφιλους ενήλικες και μεσήλικες άνδρες.
Οπως και το θεατρικό έργο, έτσι και η ταινία του Γουίλιαμ Φρίντκιν υπήρξε μια από τις πρώτες ευθείες απεικονίσεις της ομοφυλόφιλης ζωής στο αμερικάνικο mainstream σινεμά, ακριβώς πάνω στο gay liberation, ένα βήμα που δεν θα γινόταν μαζικά δεκτό ούτε από την κριτική της εποχής, ούτε φυσικά από το κοινό ή - κόντρα στις προβλέψεις - από την ίδια την κοινότητα.»
Στην πλειοψηφία τους οι κριτικοί (εξαίρεση φυσικά η Πολίν Κέιλ που έτρεφε μια προαιώνια αντιπάθεια για οτιδήποτε είχε να κάνει με τον Φρίντκιν) αναγνώρισαν τις αρετές του φιλμ, χωρίς να του χαριστούν προκειμένου να μην «κακοχαρακτηριστούν» - όπως η Los Angeles Times που φιλοξένησε μεν θετική κριτική αλλά όχι και τις διαφημίσεις της ταινίας. Ολοι σχεδόν διέκριναν τον πυρήνα μιας βαθιά ανθρώπινης ιστορίας, σχολίασαν επαινετικά την ικανότητα του Φρίντκιν να κινείται με άνεση μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός διαμερίσματος και είχαν μόνο καλά λόγια για το ensemble καστ που ήρθε αυτούσιο από τη θεατρική παράσταση για να αφήσει το δικό του σημάδι στο μεγάλο βιβλίο της queer ποπ κουλτούρας αυτού του κόσμου. (Θλιβερό αλλά και τόσο ενδεικτικό trivia ότι μέχρι το 1984 πέντε ηθοποιοί από το αρχικό ανέβασμα του έργου και ο σκηνοθέτης του Ρόμπερτ Μουρ αλλά και ο παραγωγός Ρίτσρντ Μπαρ είχαν πεθάνει από AIDS.)
Οι θεατές δεν είχαν ακριβώς την ίδια γνωμή και προσπέρασαν μάλλον με μέτριο ενδιαφέρον την ταινία - άλλωστε είναι η ίδια χρονιά που σαρώναν το «Love Story» και το «Airport». Και η κοινότητα διχάστηκε ανάμεσα σε αυτούς που αναγνώρισαν στο ξέσπασμα αυτών των ανδρών την - επιτέλους - αλήθεια των ομοφυλόφιλων, μια καταγραφή των «σαν όλες τις άλλες» ζωών τους με τις προσδοκίες, τις μικρές χαρές, τις επιθυμίες, τις απογοητεύσεις και αυτούς που θεώρησαν πως η εικόνα του βασανισμένου γκέι έκανε, ακριβώς εκείνη την εποχή, το μεγαλύτερο κακό στις διεκδικήσεις μιας ολόκληρης μειονότητας που προσπάθησε με θράσος να αποτινάξει από πάνω της τα κλισέ και τις ταμπέλες που της έβαζε για χρόνια η κοινωνία προκειμένου να μπορέσει να βγει οριστικά από την ντουλάπα.
Πενήντα χρόνια μετά, λαμβάνοντας υπόψη τις κοσμογονικές αλλαγές που έχουν συμβεί στον τομέα των διεκδικήσεων ίσων δικαιωμάτων της LGBTQ+ κοινότητας και την ελαστική μέχρι τα άκρα έννοια της «διαφορετικότητας», είναι απλά ακόμη μια απόδειξη της διαχρονικότητας του έργου του Μαρτ Κρόουλι το γεγονός ότι αυτές οι δύο πλευρές μπορούν να συνεχίσουν να διαφωνούν. Αυτή τη φορά η αφορμή είναι η νέα ταινία που βαζίζεται πάνω στο «The Boys in the Band», σε σκηνοθεσία του Τζο Μαντέλο και παραγωγή του Ράιαν Μέρφι που, πατώντας στη λογική της ταινίας του 1968 μεταφέρει αυτούσια την εμπειρία της αναβίωσης του έργου στο Μπρόντγουεϊ το 2018, με το ίδιο καστ και τον ίδιο σκηνοθέτη.
Σε σενάριο του ίδιου του Μαρτ Κρόουλι (ο οποίος πέθανε πριν την ολοκλήρωση της ταινίας το Μάρτιο του 2020 - η ταινία είναι δικαιωματικά αφιερωμένη σ’ αυτόν), το νέο «The Boys in the Band» πετυχαίνει κάτι πολύ δύσκολο: είναι ακριβώς το ίδιο έργο που όλοι γνωρίζουμε, χωρίς να απέχει παρά ανεπαίσθητα από την κινηματογραφική μεταφορά του Φρίντκιν, αλλά με έναν τρόπο και, ενώ διαδραματίζεται το 1968, είναι σαν να συμβαίνει σήμερα σε ένα διαμέρισμα της Νέας Υόρκης, με τους ίδιους ήρωες, τις ίδιες λέξεις, τις ίδιες μουσικές κι αναφορές που γράφτηκαν μισό αιώνα πριν.
Βοηθάει πολύ ότι ο Τζο Μαντέλο αποφεύγει τη Νέα Υόρκη «εποχής», μένοντας περισσότερο στο διαμέρισμα, ντύνει τους ήρωές του όπως θα ντύνονταν σήμερα πολλοί λάτρεις του vintage clothing των 60 και των 70s και κυρίως αφήνει το υπέροχο all gay καστ του να ενώσει όλα τα κενά από την closeted προ 1968 Αμερική μέχρι την πλήρη αναθεώρηση των φύλων (όπως τα ξέραμε) και του σεξουαλικού προσανατολισμού (όπως πασχίσαμε αλλά μάθαμε) εν έτει 2020. Με ιστορίες που αν τις απεκδύσεις από την ιστορική τους σημασία (πολύτιμη σε κάθε περίπτωση για τις νέες γενιές και άρα τελικά σημαντική και μόνο γι’ αυτό) παραμένουν μικρές ή μεγάλες επίκαιρες σε κάθε εποχή περιπέτειες επιβίωσης σε έναν αφιλόξενο κόσμο για όσα αγόρια ανακάλυψαν σε κάποια στιγμή της ζωής τους πως αγαπούν τα αγόρια και έπρεπε να έρθουν σε μετωπική με την οικογένεια, την τάξη, την εκκλησία, την κοινωνία σύσσωμη. Οπως και στη πρώτη ταινία (αλλά και στα ανεβάσματα του έργου του Κρόουλι), η μεγάλη δύναμη έρχεται από την αλήθεια που νιώθεις ότι βγαίνει μέσα από τα σωθικά των ηθοποιών, καθώς αυτοί επαναδιαπραγματεύονται τη σημασία του να είσαι ένας γκέι άντρας μέσα σε δύο βασανιστικά ειλικρινείς ώρες.
Το νέο «The Boys in the Band» πετυχαίνει κάτι πολύ δύσκολο: είναι ακριβώς το ίδιο έργο που όλοι γνωρίζουμε, χωρίς να απέχει παρά ανεπαίσθητα από την κινηματογραφική μεταφορά του Φρίντκιν, αλλά με έναν τρόπο και, ενώ διαδραματίζεται το 1968, είναι σαν να συμβαίνει σήμερα σε ένα διαμέρισμα της Νέας Υόρκης, με τους ίδιους ήρωες, τις ίδιες λέξεις, τις ίδιες μουσικές κι αναφορές που γράφτηκαν μισό αιώνα πριν.»
Από τον Τζιμ Πάρσονς του «Big Bang Theory» που μοιάζει σαν να γεννήθηκε για να παίξει κάποια στιγμή στα περασμένα 45 του τον Μάικλ με τη σπαραξικάρδια ηδυπάθεια ενός βαθιά βασανισμένου ανθρώπου (το Netflix θα έπρεπε ήδη να τον σπρώχνει για Οσκαρ με πιθανότητες φαβορί), μέχρι τον Ματ Μπόμερ που τολμάει να γδυθεί, κυριολεκτικά και μεταφορικά, αφήνοντας σε κοινή θέα μια μελαγχολία που νιώθεις να σε πνίγει και από τον Ζάκαρι Κουίντο που στο ρόλο του Χάρολντ μετενσαρκώνει μοναδικά κάθε μοναχικό ιδιοσυγκρασιακό γκέι άντρα που προτιμά να είναι το κέντρο της συζήτησης όλων γύρω του παρά να έχει ο ίδιος κάτι ουσιαστικό να συζητήσει και οι εννιά απίθανοι πρωταγωνιστές του «The Boys in the Band» ξέρουν ότι παίζουν σε ένα έργο που διαδραματίζεται το 1968 αλλά μιλάει για τη μεγάλη ιστορία της γκέι ζωής όπως αυτή συνεχίζει ακόμη και σήμερα να γιγαντώνεται μέσα σε ένα κόσμο που συνεχίζει κι αυτός με τη σειρά του να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην πρόοδο και την οπισθοδρόμηση.
Μια ταινία σαν το «The Boys in the Band» (διαθέσιμη αυτή τη στιγμή σε κάτι τόσο mainstream και εύκολα προσβάσιμο όσο το Netflix, πριν τις κρίσιμες αμερικανικές εκλογές, εν μέσω ενός ορμητικού συντηρητικού ρεύματος που σαρώνει και τις δύο πλευρές του Ατλαντικού και, παρά τις προβλέψεις ακόμη και των πιο αισιόδοξων, με φόντο μια κοινότητα που δεν πρέπει να ξεχάσει όλα όσα προηγήθηκαν προκειμένου να μπορεί να νιώθει απενοχοποιημένα ελεύθερη) μοιάζει με μια αποφασιστική δήλωση που κρατάει ανοιχτή τη μεγαλύτερη και σημαντικότερη συζήτηση για το τι είναι η ευτυχία. Και μαζί, το μεγάλο καρδιοχτύπι μπροστά στους μεγάλους έρωτες που δεν εξομολογηθήκαμε ποτέ, τους φίλους που διώξαμε προκειμένου να μην πληγώσουμε τον εγωισμό μας, τα εμπόδια που δεν καταφέραμε να ξεπεράσουμε και τη φύση που αρνηθήκαμε προκειμένου να μην βρεθούμε μόνοι εναντίον όλων.
Επιλογές και αδιέξοδα που επιβιώνουν σε κάθε εποχή. Και που σε εκείνη ή τη σημερινή εποχή μοιάζουν λίγο πιο εύκολα όταν στο πικ-απ παίζει ένας Μπερτ Μπάκαρακ, υπάρχει άφθονο αλκοόλ και μερικοί φίλοι να τα μοιραστείς.