Εχοντας χτίσει την αλλόκοτη καριέρα του μέσα από πειραματικής σχεδόν υφής ύμνους σε κάθε είδους ήρωες του περιθωρίου και σε μια νεότητα που παλεύει απεγνωσμένα να βρει την ταυτότητά της, ο Χάρμονι Κορίν («Gummo», «Julien Donkey-Boy») γνώρισε τη μεγαλύτερη επιτυχία της καριέρας του με το «Spring Breakers» του 2012, ένα άλλοτε απρόσμενα ποιητικό κι άλλοτε εκκωφαντικό κινηματογραφικό τριπάκι με φόντο την ηλιόλουστη και ξέσαλη Φλόριντα.
Ο «Παραλίας» μοιάζει με άτυπη συνέχεια εκείνης της ταινίας, καθώς επιστρέφει στο ίδιο μέρος, στο προκλητικό lifestyle και τα φανταχτερά ηλιοβασιλέματά του – μόνο που τη νευρώδη ενέργειά της έχει αντικαταστήσει πλέον η αίσθηση μιας στασιμότητας, καθώς τις νεαρές ηρωίδες έχει διαδεχθεί ένας άνδρας που αρνείται πεισματικά τις ευθύνες της ενήλικης ζωής.
Ο Moondog είναι μια τοπική διασημότητα κι αιώνιο ρεμάλι, όχι μόνο χάρη στα αθυρόστομα ποιήματά του αλλά και στον τρόπο που λίγο πριν τα πενήντα συνεχίζει να είναι αμετανόητα «χύμα», βυθισμένος σε μια μόνιμη μαστούρα, στο σεξ και στο αλκοόλ, έχοντας ως δίχτυ ασφαλείας την περιουσία της πλούσιας γυναίκας του, με την οποία τον συνδέει ένας μάλλον αντισυμβατικός και ανοιχτός γάμος. Οταν όμως βρίσκεται απένταρος σχεδόν εν μία νυκτί, έρχεται αναπόφευκτα αντιμέτωπος με τις ευθύνες που αγνοούσε για μια ολόκληρη ζωή.
Μια άλλη ταινία θα ακολουθούσε τον συμβατικό δρόμο της βίαιης ενηλικίωσης και μιας αναπόφευκτης συνειδητοποίησης – ή έστω εκείνον της αυτοκαταστροφής, όμως –μάλλον αναμενόμενα, γι’ αυτόν– ο Κορίν τάσσεται στο πλευρό του αιωνίως έφηβου ήρωά του, στον πανηδονισμό και στην περιφρόνηση που με κάθε ευκαιρία επιδεικνύει απέναντι στους κανόνες και τα «πρέπει» μιας τακτοποιημένης ζωής, αντιμετωπίζοντας τις εξωφρενικές του επιλογές όχι ως παταγώδη αποτυχία αλλά ως θαρραλέα επιλογή.
Ενώ, όμως, ένας ξεροψημένος από το ήλιο Μάθιου ΜακΚόναχεϊ μοιάζει να το διασκεδάζει αφάνταστα στον ομότιτλο ρόλο, ο Κορίν μοιάζει ανίκανος να δώσει να μετατρέψει την πορεία του σε κάτι περισσότερο από ένα κινούμενο κλισέ και σε μια αφορμή για εκκεντρικές αλλά σεναριακά ασύνδετες συναντήσεις με χαρακτήρες που μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με καρικατούρες βγαλμένες από «καμένο» ανέκδοτο.
Από τη στιγμή που ο Moondog χάνει τη σιγουριά του έστω κι αλλοπρόσαλλου γάμου του, η ίδια η ταινία χάνεται με τη σειρά της στην υπερβολή και στην άνιση «φτιαγμένη» κωμωδία, που χαρακτηρίζεται από μια ευκολία στην οποία ο Κορίν –ακόμα και στις χειρότερες στιγμές του– αν μη τι άλλο δεν μας είχε συνηθίσει. Η αγάπη του για τον απροσάρμοστο ήρωά του καίει δυνατά μέχρι το τέλος, μαζί της όμως καίγεται και η οποία ευκαιρία για ένα πορτρέτο που θα δικαίωνε πραγματικά τον τίτλο του outsider που τόσο περήφανα μοιάζει να κουβαλά.