Θα έλεγε κανείς πως η δουλεία του σινεμά δεν είναι να αλλάξει τον κόσμο, ακόμη κι αν μπορούσε, όμως ακόμη κι έτσι μπορεί συχνά να σε κάνει να δεις όψεις του, ακόμη και τις πιο ακανθώδεις και μπερδεμένες με διαφορετική, πιο ψύχραιμη ή απρόβλεπτη ματιά. Αυτό ακριβώς προσπαθεί να κάνει το φιλμ του Σαμέχ Ζοαμπί, με την ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη, στήνοντας μια κωμωδία πάνω σε ένα από τα πιο ακανθώδη ζητήματα της πολιτικής πραγματικότητας του σήμερα. Και η οποία -παραδόξως- λειτουργεί.
Η ιστορία ξετυλίγεται με οδηγό τον Σαλάμ, έναν αμήχανο παλαιστίνιο ο οποίος μιλά εξαιρετικά εβραικα και κάπως έτσι προσλαμβάνεται από τον θείο του, παραγωγό μιας σαπουνόπερας που είναι δημοφιλής τόσο στους παλαιστίνιους όσο και στους ισραηλινούς για να ελέγχει την γραμματική και το συντακτικό των διαλόγων της. Το «Τελ Αβίβ Φλέγεται», όπως είναι ο τίτλος της εξιστορεί τις περιπέτειες μιας παλαιστίνας κατασκόπου η οποία το 1967 αποπλανεί έναν ισραηλινό στρατηγό προκειμένου να του αποσπάσει πληροφορίες και θριαμβεύει σε τηλεθέαση και στις δύο πλευρές των συνόρων, -ειδικα ανάμεσα στις γυναίκες.
Οταν θέλοντας να κάνει πιο εύκολη την καθημερινή του ταλαιπωρία να διασχίζει τα συνοριακά φυλάκια, ο Σαλάμ εξηγήσει σε έναν αξιωματικό ότι δουλεύει για την σειρά, εκείνος νομίζοντας ότι είναι σεναριογράφος και θέλοντας να εντυπωσιάσει τη γυναίκα του που είναι φανατική θεατής της, θα αρχίσει να προτείνει τις δικές του ιδέες για το πως το σενάριο θα εξελιχθεί, τις οποίες με κάποιο τρόπο ο Σαλάμ οφείλει να κάνει πραγματικότητα.
Πάνω σε αυτή την ιδέα μιας παρεξήγησης που μένει να εκκρεμεί και με τον πραγματικό κόσμο να συνυπάρχει με αυτόν της υπερβολής και των κλισέ μιας εξωφρενικής σαπουνόπερας, ο παλαιστίνιος Σαμέχ Ζοάμπι δοκιμάζει να μιλήσει για ένα από τα πλέον δυσεπίλυτα αδιέξοδα του πλανήτη μας, πέρα από εμπρηστικά στερεότυπα κι εθνικιστικές κορώνες. Μπορεί η ματιά του να είναι προφανώς αμβλυμένη μέσα από το πρίσμα του χιούμορ κι ενός σεναρίου που δεν αναζητά ούτε ήρωες, ούτε τέρατα, αλλά ακόμη και το μικρότερο στοιχείο που θα μπορούσε να κάνει τους ανθρώπους από τις δυο πλευρές των συνόρων να κοιτάξουν προς την ίδια κατεύθυνση, αλλά όταν όλα τα άλλα έχουν αποτύχει και το χιούμορ είναι κάτι που κανείς δεν έχει δοκιμάσει, ποιος μπορεί να τον κατηγορήσει.
Και ναι το «Σενάριο που Αναψε Φωτιές», μπορεί να μην βρίσκει πάντα την ισορροπία ανάμεσα στα πιο φαρσικά και σοβαρά στοιχεία του και να μην αποφεύγει κάποιες ευκολίες, αλλά η ιστορία του δεν παύει ποτέ να είναι χαριτωμένη έως κι απολαυστική, ο τρόπος του να μιλήσει για τις προκαταλήψεις των δυο πλευρών και τα στερότυπα που έχουν παγιωθεί όχι μόνο στην πραγματικότητα της διαμάχης αλλά και στο αφηγημά της, είναι έξυπνη και η τόλμη του να φέρει το χιουμορ και την κατανόηση σε μια κυριολεκτικά εμπόλεμη ζώνη, είναι αναμφίβολα αξιέπαινη.