Σε συνέντευξη της που δημοσιεύτηκε το Δεκέμβριο του 2020 και στα πλαίσια διαδικτυακής ημερίδας τον Ιανουάριο του 2021, η ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου κατήγγειλε τη σεξουαλική κακοποίηση που είχε υποστεί το 1998 από τον εν ενεργεία (τη στιγμή της καταγγελίας) αντιπρόεδρο της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας και εκπρόσωπο της στην Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπής Αριστείδη Αδαμόπουλο.

Η απόφαση της υπήρξε καθοριστική όχι μόνο για ό,τι θα ακολουθούσε ως γέννηση του ελληνικού #metoo με το σπάσιμο σιωπής γυναικών που κατήγγειλαν περιστατικά κακοποίησης στους χώρους εργασίας, αλλά και επειδή η ιστορία της υπήρξε το «δείγμα» γύρω από τις απαντήσεις που χρειάζεται κανείς να δώσει στις αντιδραστικές ερωτήσεις - με εξάρχουσα το «γιατί τώρα;» - που συνεχίζουν ακόμη και σήμερα να «προκαλούν» την αυθεντικότητα παρόμοιων εγχειρημάτων.

Αυτή είναι η μία ηρωίδα του «Tack», του πρώτου μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ της Βάνια Τέρνερ που γνωρίσαμε με το «Girlhood» - σε συνσκηνοθεσία με την Μαρία Σιδηροπούλου, το 2021. Η άλλη είναι η Αμαλία, μια νεαρή αθλήτρια της ιστιοπλοΐας που με αφορμή το θάρρος της Σοφίας Μπεκατώρου κατήγγειλε τον δικό της προπονητή που την κακοποιούσε από τα 11 μέχρι και τα 13 της χρόνια, οδηγώντας τον σε αυτό που θα ήταν η πρώτη δίκη #metoo στην Ελλάδα.

Υπάρχει και ένας τρίτος πρωταγωνιστής που είναι η αίθουσα του δικαστηρίου, εδώ στο ρόλο μιας μικρογραφίας μιας κοινωνίας που προσπαθεί με κάθε τρόπο να αναχαιτίσει την ορμή της Αμαλίας, να ανατρέψει τα γεγονότα, να υποβιβάσει τη σημασία της απόφασης της και να την εξαντλήσει, τόσο ψυχικά όσο και τελικά σωματικά από τις διαρκείς αναβολές και καθυστερήσεις.

Με την κάμερα διαρκώς ανοιχτή και με μια παρατήρηση που δεν εξαντλεί τα όρια της περιέργειας, παραμένοντας ευθαρσώς στο πλευρό της Αμαλίας, η Βάνια Τέρνερ τέμνει τις παράλληλες ζωές των δύο γυναικών σε αυτό που είναι σχεδόν ό,τι χρειάζεται να γνωρίζει κανείς για το #metoo στην Ελλάδα, απαλλαγμένο από το θόρυβο των κοινωνικών δικτύων και της γρήγορης, ημιμαθούς, εύκολης κρίσης μιας υποκριτικής, συντηρητικής κοινωνίας.

Ο ρυθμός του είναι αυτός ενός δικαστικού θρίλερ, στο κέντρο του όμως βρίσκεται η ανθρώπινη διάσταση μιας απόφασης που μοιρασμένη ανάμεσα σε δύο γενιές - και με σκηνές έως και πολύ δύσκολες που η Τέρνερ καταφέρνει να καταγράψει με διακριτικότητα, σεβασμό, αλλά κι αυτή με αποθέματα θάρρους - αναδεικνύει το βαθύτερο τραύμα που παραμένει κρυμμένο διαχρονικά στα στάσιμα νερά της ελληνικής κοινωνίας. Και που απαιτείται ένα αποφασιστικό tack, που στη γλώσσα της ιστιοπλοίας σημαίνει αναστροφή προς την επιθυμητή κατεύθυνση, για να, ίσως, αρχίσει κάτι να αλλάζει.