Ο Παναγιώτης Ευαγγελίδης, με κάθε νέα ταινία του ως τώρα (από το «Τσιπ και Οβι» και το «Λάμπουν στο Σκοτάδι» ως το «Irving Park» και τους «Γάμους της Τήλου»), προσθέτει στις όμορφες εκπλήξεις της ζωής μας, τρυπώνει σε σκοτεινές ψυχές και τις φωτίζει, κάνει το «διαφορετικό» να μοιάζει καθησυχαστικά οικείο, το σκληρό να ντύνεται με τρυφερότητα και χιούμορ, το ντοκιμαντέρ παρατήρησης ν' αποκτά μια διάσταση συλλογικού εξομολογητικού ημερολογίου. Το «Σύλβια Ρόμπυν», παρότι και ενδιαφέρον και στοργικό, δεν λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο.
Αυτή τη φορά, ο Ευαγγελίδης εστιάζει στη Σύλβια Ρόμπυν, ένα κάποτε αγόρι που θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ως κορίτσι και να κάνει φυλλομετάβαση αλλά χωρίς ν' αλλάξει το σώμα της, που ζει στην Αθήνα και κάθε τόσο κάνει glam-goth περφόρμανς, που υποψιάζεται ότι είναι στο φάσμα του αυτισμού, που επικοινωνεί με τα άστρα αλλά δύσκολα με τους γύρω της. Η ταινία την ακολουθεί, στο διαμέρισμα και στο δρόμο, αλλά και στον τόπο καταγωγής της στην Εδεσσα, σε μια επίσκεψη στη γιαγιά, που εξηγεί πολλά χωρίς να εξηγεί τίποτα.
Η Σύλβια μιλάει στην κάμερα, μοιράζεται, αφηγείται μεταξύ αλήθειας και παράστασης, ψυχαναλύεται, ακκίζεται, δείχνει, κατά στιγμές μόνο, το πραγματικό της πρόσωπο. Εκεί βρίσκεται η ουσία της ταινίας και το χαρακτηριστικό της: η προσωπικότητα της Σύλβια βγαίνει σαν με πίεση, ίσως γιατί στη διάρκειά της η προσωπικότητα αυτή δεν είναι, ακόμα, διαμορφωμένη. Εκεί όπου, άλλες φορές, ο Ευαγγελίδης αποκαλύπτει μια αλήθεια που κρύβεται, αυτή τη φορά γίνεται κι εκείνος ερευνητής σ' ένα ταξίδι αυτογνωσίας, μαζί με την ηρωίδα του, για μια αλήθεια σε εξέλιξη, που συχνά εκφράζεται μ' έναν μπερδεμένο ναρκισσισμό, ή με μια αυτο-ερωτική σκηνή χωρίς αρμονία με το υπόλοιπο, ή με μια περσόνα που χρησιμοποιείται ως αυτοάμυνα, προκειμένου να υπάρξει το ντοκιμαντέρ.
Ως και το φινάλε, η Σύλβια παραμένει μυστήριο, σ' εμάς όπως ίσως και στην ίδια ακόμα τότε, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να υπάρξει ταύτιση, αλλά ούτε και συνειδητοποίηση, συμπάθεια ή κάθαρση. Κι έτσι από τη «Σύλβια Ρόμπυν» μένει μια αμυδρή αίσθηση ανικανοποίητου, κυρίως γιατί το έργο του Ευαγγελίδη έχει ήδη θέσει πολύ πιο ψηλά τον πήχυ.