[προσοχή: Το παρακάτω κείμενο αποκαλύπτει σημαντικά τμήματα της πλοκής της ταινίας]

Η Εύα είναι δεσμοφύλακας σε μια φυλακή ανδρών στη Δανία. Οι κινήσεις της προδίδουν πως όσο σκληρή μοιάζει, τόσο κρύβει πίσω από το παγωμένο πρόσωπο της την ευαισθησία μιας γυναίκας - μιας μητέρας; - που προσπαθεί να οριοθετήσει της φροντίδα που μπορεί να προσφέρει στους κρατούμενους. Παραμένει δίκαιη και κυρίως τυπική, ένα γρανάζι σε μια μηχανή που δεν έχει περιθώρια να μην δουλεύει σωστά. Μέχρι τη στιγμή που στη φυλακή θα έρθει ως κρατούμενος ένας νεαρός. Η Εύα θα τον παρακολουθήσει κρυφά, θα ζητήσει να μεταφερθεί στην πτέρυγα υψίστης ασφαλείας για να είναι κοντά του, θα προσπαθήσει να τον πλησιάσει.

Οσο ο θεατής προσπαθεί να μαντέψει τη σχέση των δύο, ο Γκούσταβ Μέλερ που όλοι γνωρίσαμε και θαυμάσαμε στον «Ενοχο», χτίζει την αποπνιχτική, σκληρή, βίαιη ατμόσφαιρα μέσα στην οποία θα αφηγηθεί την ιστορία του. Οι πρώτες σκέψεις για το αν ο νεαρός κρατούμενος είναι γιος της Εύα ή ακόμη και αυτές που θα μπορούσαν να γεννηθούν ότι το ενδιαφέρον της μπορεί να είναι και ερωτικό, εξαφανίζονται όταν η στάση της Εύα απέναντι στον νεαρό εμφανίζει σημάδια σαδισμού, τιμωρίας, ενός είδους εκδίκησης.

Περισσότερο από όλα όσα θα συμβούν στη συνέχεια ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές - ανταγωνιστές, με σχεδόν αποκλειστικό φόντο τους εσωτερικούς χώρους της φυλακής (και μια κορύφωση στο μέσο ενός δάσους), αυτό που κυριαρχεί στους «Δεσμώτες» (ο πιο πετυχημένος αγγλικός τίτλος της ταινίας είναι «Γιοι» και δίνει αμέσως την ανθρώπινη διάσταση στην ιστορίας) είναι αυτή η διάθεση του Μέλερ να μην δίνει κλειδιά στον θεατή, κρατώντας τον και αυτόν «δεσμώτη» ενός σασπένς που με διαβαθμίσεις συντηρείται μέχρι το φινάλε.

Το καταφέρνει με λιτή κάμερα στο χέρι, κρατώντας το βλέμμα της ταινίας αποκλειστικά στην Εύα, επιμηκύνοντας σκηνές που σε μια άλλη ταινία δεν θα είχαν αντέξει στο final cut. Το καταφέρενει και με τις ερμηνείες - πρωτίστως της Σίντσε Μπάμπετ Κνουντσεν που ελέγχει τα εκφραστικά της μέσα τόσο ώστε να παραδίδει στιγμές μεγάλης ερμηνευτικής δεινότητας και να αποκαλύπτει τελικά περισσότερα από όσα αντέχει το σενάριο των Γκούσταβ Μέλερ, Εμιλ Νίγκααρντ Αλμπερτσεν. Το καταφέρνει και με τη ζωώδη ερμηνεία του Σεμπάστιαν Μπουλ που έρχεται να ξεσπάσει κάθε φορά που η ατμόσφαιρα νιώθεις να σε καταπνίγει.

Η εμμονή με το σασπένς, όμως, λήγει νωρίς - για τον θεατή. Οταν μαθαίνουμε πως ο νεαρός είναι ο δολοφόνος του γιου της Εύα σε μια συμπλοκή που έγινε μέσα στις φυλακές και πως η Εύα έγινε δεσμοφύλακας με μοναδικό σκοπό την εκδίκηση, ο Μέλερ προσπαθεί να «ανοίξει» την ταινία του σε ένα διαπροσωπικό δράμα που θέλει να εξετάσει και τα στάδια του μίσους και την κοινωνική αν(τ)οχή ενός συστήματος αλλά και πριν από όλα αυτά την αδυναμία μιας μητέρας (και άλλης μίας) να κατανοήσουν τα παιδιά τους, συνυπεύθυνες για τη ροπή των γιων τους στο έγκλημα.

Η αυστηρή κατασκευή του φιλμ, σε αντίθεση με τον στην εντέλεια ρυθμισμένο «Ενοχο», δείχνει όμως σταδιακά σημάδια επανάληψης, υπογράμμισης του κεντρικού μηνύματος, εμμονή στο σασπένς ακόμη και όταν δεν υπάρχει λόγος, μια ατμόσφαιρα που βαραίνει στα όρια του εκβιαστικού και μια εναλλαγή συναισθημάτων που ο Μέλερ αρνείται να παραδώσει σε μια διαυγή τραγική μορφή, παίζοντας διαρκώς με το θυμικό του θεατή, ο οποίος φυσικά και ενδιαφέρεται για αυτό που βλέπει, αλλά όσο προχωράει η ταινία απομακρύνεται από τον πυρήνα του και συνεπακόλουθα νιώθει αποκομμένος και από τα ηθικά ζητήματα που η ταινία σχεδόν επιτακτικά, το ίδιο όμως και καταχρηστικά, βάζει στο τραπέζι.