Δεν υπάρχει χώρα της Λατινικής Αμερικής που να μην έχει πίσω της ένα μεγαλειώδες πολιτισμικό παρελθόν. Και που να μην κουβαλά, όσο μεγαλειώδες είναι αυτό το παρελθόν, άλλη τόση μεγαλειωδώς τραγική πολιτική ιστορία. Κι όπως δε χωρούν σε βιβλιοθήκες τα μύρια όσα υπέστησαν οι ιθαγενείς φυλές από τους δυτικούς αποίκους εδώ και πάνω από μισή χιλιετία, έτσι ασυμμάζευτη είναι και η πολιτική βία που ταλανίζει κάθε χώρα χωριστά από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας- για να παραμείνουμε μονάχα σε εκείνη που έχει καταγραφεί και σε εικόνα. Είναι ευτυχές, κάθε που μας έρχεται μια ταινία βαθιά πολιτική από τις χώρες αυτές, για τις οποίες πολλά ακούμε αλλά λίγα προσέχουμε από την καθημερινή ειδησεογραφία, να σπεύδουμε σε μια στοιχειώδη έστω έρευνα για να μάθουμε περισσότερα για την ταραγμένη της πορεία μέσα στον χρόνο. Το κατάλληλο σκούντημα για να συνερχόμαστε από την τεμπελιά και την επιπολαιότητά μας.
Στο Περού της προεδρευόμενης δημοκρατίας, απ’ όπου κατάγεται η ταινία της νεόκοπης Μελίνα Λεόν, η προεδρία περίσσευε πάντα σε βάρος της δημοκρατίας, ελέω των εκάστοτε προεδρευόντων στρατηγών – από τον Βελάσκο και τον Μοράλες μέχρι πρόσφατα τον Φουτζιμόρι που, αυτός, δε χρειάστηκε να έχει υπάρξει στρατηγός για να κυβερνήσει ως περίπου τέτοιος. Στα 1988, όπου τοποθετείται το «Τραγούδι Χωρίς Όνομα», πρόεδρος του Περού διατελούσε ο Άλαν Γκαρθία, πολλά υποσχόμενος κάποτε βουλευτής της Λαϊκής Συμμαχίας, που όμως αντί να αναμορφώσει την άθλια οικονομία της χώρας όπως υποσχόταν, την αποσταθεροποίησε με σπασμωδικές κινήσεις ακόμα περισσότερο, όπως άλλωστε έκαναν όλοι οι επίδοξοι προοδευτικοί που κληρονόμησαν φτώχεια, διαφθορά και βία από τους στρατιωτικούς προκατόχους τους.
Ανάμεσα στις πρώτες προτεραιότητες του Γκαρθία ήταν και η πάταξη του αιματοβαμμένου αντικαθεστωτικού αγώνα της αντάρτικης οργάνωσης Φωτεινό Μονοπάτι που είχε βυθίσει τη χώρα σε ακόμα μεγαλύτερη κρίση. Όταν έβαλε τον στρατό να προχωρήσει σε εξοντώσεις όχι μόνο μελών αλλά και όσων θεωρούνταν ύποπτοι σχέσης με την οργάνωση, η δημοτικότητά του έπεσε κατακόρυφα, όμως ο αυταρχισμός του είχε ήδη ανοίξει τον δρόμο για την ασυδοσία του διαδόχου του, Αλμπέρτο Φουτζιμόρι. (Ο Γκαρθία τα πήγε λίγο καλύτερα στην επόμενη θητεία του ως πρόεδρος, από το 2006 μέχρι το 2011, αλλά το όνομά του ενεπλάκη αναδρομικά σε σκάνδαλο μιζών με βραζιλιάνικη κατασκευαστική εταιρεία· έμελλε να αυτοκτονήσει πέρυσι τον Απρίλιο στο σπίτι του, κι ενώ οι Αρχές τού χτυπούσαν την πόρτα για να τον συλλάβουν γι’ αυτές ακριβώς τι κατηγορίες).
Το 1988 λοιπόν, που το συλλογικό Μονοπάτι αιτείται για φως με τρόπους κάθε άλλο παρά φωτεινούς, το προσωπικό μονοπάτι της 20χρονης Χεορχίνα προδιαγράφεται μαύρο, όπως άλλωστε κάθε κατοίκου των εξαθλιωμένων κατοίκων στα χωριά των Άνδεων. Όταν η εγκυμονούσα κοπέλα, που βγάζει μετά βίας τα προς το ζην με τον μεροκαματιάρη άντρα της καλλιεργώντας και πουλώντας πατάτες, μαθαίνει από το ραδιόφωνο για την ύπαρξη μιας κλινικής που παρέχει δωρεάν νοσήλια για τοκετό, ξεκινά τα δρομολόγια στην πρωτεύουσα Λίμα για τα διαδικαστικά. Όμως το «νοσοκομείο» που τελικά θα την ξεγεννήσει αποδείχνεται βιτρίνα ενός κυκλώματος διακίνησης βρεφών όταν εκείνη ξυπνά χωρίς ποτέ να έχει δει το μωρό. Το κτίριο έχει εκκενωθεί, οι Αρχές αδιαφορούν, και η Χεοργίνα εναποθέτει τώρα τον πόνο και την ελπίδα της στον ρεπόρτερ μιας μεγάλης εφημερίδας που θα αρχίσει να ψάχνει σχολαστικά την υπόθεση.
Δεν είναι μονάχα σκοτεινό το μονοπάτι της Χεορχίνα, είναι και μόνιμα ανηφορικό. Απότομοι λόφοι και ατέλειωτες σκάλες στιγματίζουν τον Γολγοθά της, που εκτός από μονοχρωμικός, άρα και απόλυτα αντιπροσωπευτικός της μαυρίλας, είναι και καδραρισμένος στενά, σε σχεδόν τετράγωνη αναλογία 1,33:1, ώστε να τονιστεί αφενός ο εγκλωβισμός της ακόμη και στο πιο απλωμένο φυσικό τοπίο (δεν υπάρχει κανενός είδους ορίζοντας ή προοπτική στα εξωτερικά πλάνα του φιλμ), και αφετέρου η εξάρτησή της, όπως κάθε απελπισμένου, από την τηλεοπτική εικόνα, εκείνη ακριβώς του 1,33:1, που άλλωστε μας εισάγει και στην ιστορία της μέσα από αποσπάσματα αρχειακού υλικού της εποχής.
Του βουβού πόνου στο πρόσωπο της Πάμελα Μεντόζα συμπεριλαμβανομένου, δεν υπάρχει κανένα σήμα στην πρώτη μεγάλου μήκους δουλειά της Μελίνα Λεόν που να μην οπτικοποιεί ουσιαστικά τη δοκιμασία της Χεορχίνα (αλλά και του επίσης ιθαγενούς δημοσιογράφου Πέδρο) σε ένα περιβάλλον μόνιμα μαστιζόμενο από τη σαπίλα και τον διχασμό, συνεπώς που να μην εκπέμπει την ιδεολογία της δημιουργού. Η οποία ουδέποτε καταφεύγει στην ευκολία του περιγραφικού ρεαλισμού, κι ας βάσισε το σενάριο σε έρευνες του δημοσιογράφου πατέρα της που είχε τότε πρωτοστατήσει στην αποκάλυψη της υπόθεσης.
Αντιθέτως, καταφέρνει να μετατρέψει ένα αυθεντικό χρονικό σε ένα πικρό κινηματογραφικό ποίημα. Σωστότερα, σε ένα «τραγούδι χωρίς όνομα», εκείνο που σπαραχτικά μουρμουρίζει η Χεορχίνα πριν τους τίτλους τέλους, και το ίδιο που δεν έπαψε ποτέ να τραγουδά οποιαδήποτε γυναίκα εγκλωβισμένη στη διαρκώς καθοριζόμενη από έξωθεν προσταγές μοίρα της.