Κριμαία, Ρωσία, 1918. Η Ολγκα Βεζένσκαγια, ντίβα του βωβού σινεμά, γυρίζει άλλη μια ταινία μετά το θρίαμβο της τελευταίας της επιτυχίας, «Σκλάβα της Αγάπης». Το συνεργείο περιμένει την άφιξη από τη Μόσχα του συμπρωταγωνιστή και εραστή της Μαξάκοφ. Στην Κριμαία τα πάντα φαντάζουν ειδυλλιακά, όμως ο εμφύλιος μεταξύ των «κόκκινων» Μπολσεβίκων επαναστατών και των «Λευκών» Τσαρικών που μαίνεται στην υπόλοιπη χώρα πλησιάζει κι η αίσθηση του «τέλους εποχής» πλανάται στην ατμόσφαιρα. Ο αρχηγός της τοπικής Υπηρεσίας Ασφαλείας των Λευκών, φανατικός θαυμαστής της Ολκγας, επισκέπτεται συχνά τα γυρίσματα, πάντα καχύποπτος για την παρουσία πρακτόρων των κομμουνιστών. Η Ολγκα απολαμβάνει την παρέα του νεαρού οπερατέρ Βίκτορ Ποτότσκι, οι ρομαντικές εξορμήσεις τους ισορροπούν την ένταση που δημιουργεί η επερχόμενη επαναστατική αλλαγή. Το τρένο που έρχεται από τη Μόσχα φέρνει τον παραγωγό της ταινίας, αλλά όχι τον Μαξάκοφ που έχει προσχωρήσει στους Μπολσεβίκους. Το γεγονός αυτό διαλύει τον ιδανικό κόσμο της Ολγκας που αντιδρά πέφτοντας στην αγκαλιά του Βίκτορ. Ο αγαπημένος της είναι κι αυτός Μπολσεβίκος και θα τον βοηθήσει να φυγαδεύσει πολύτιμο κινηματογραφημένο υλικό, κάτω από τη μύτη των Λευκών ασφαλιτών. Η εισβολή της πραγματικής ζωής θα αλλάξει μια για πάντα τις ζωές της Ολγκας, του Βίκτορ αλλά και του συνεργείου. Ολοι τους θα υποχρεωθούν να πάρουν θέση και να πληρώσουν το τίμημα των επιλογών τους, όταν η σύγκρουση θα τους βρει ακόμα και μέσα στο κινηματογραφικό πλατό. Η Ολγκα θα βρεθεί παγιδευμένη ανάμεσα στα προσωπικά της συναισθήματα, την κινηματογραφική της περσόνα και τις στροφές των τροχών της Ιστορίας.

Αν και κάποιος θα ξεχώριζε περισσότερο την πικρή ελαφρότητα με την οποία ο Νικίτα Μιχάλκοφ αναφέρεται σε μια από τις πιο καθοριστικές πολιτικές στιγμές στην Ιστορία της Ρωσίας, είναι περισσότερο ο λυρικός συναισθηματισμός του που διατρέχει τη δεύτερη μόλις ταινία του που γυρίστηκε το 1976 και έκανε γνωστό το όνομα του σκηνοθέτη του και εκτός Σοβιετικής Ενωσης.

Μια σκηνή κάπου ακριβώς στη μέση της «Σκλάβας της Αγάπης» είναι κάτι παραπάνω από ενδεικτική: σε μια βόλτα στο δάσος, μακριά από τη Μόσχα των Μπολσεβίκων και του Εμφυλίου, η διάσημη ντίβα του βωβού σινεμά και ο οπερατέρ που έχει αρχίσει να ερωτεύεται μιλούν για τα πάντα και για το τίποτα. Ξαφνικά ένας δυνατός άνεμος ξεκινάει ακριβώς τη στιγμή που ο Βίκτορ προσπαθεί να πείσει την Ολγκα να αφήσει πίσω της το παρελθόν και της μιλάει για το θαυμαστό νέο κόσμο που οικοδομείται μέσα από ανθρώπινες θυσίες. Αυτή μοιάζει να μην τον ακούει καθώς προσπαθεί να κρατήσει το καπέλο της και ο άνεμος παίρνει μακριά το μαντήλι της. Μια μουσική αντικαθιστά το φυσικό soundtrack και οι ήρωες χαμογελούν, σίγουροι πως είναι έτοιμοι πλέον να υποδεχτούν τη νέα εποχή.

Αυτός είναι ο τόνος που επιλέγει ο Μιχάλκοφ για να στήσει τη σπουδή του πάνω στο μελόδραμα με φόντο μια ολόκληρη εποχή, ένα φιλμ ηλιόλουστο και ελαφρύ σαν μια αέρινη κίνηση που όμως μιλάει – ακόμη και όταν δεν μιλάει – για την καθοριστική εποχή της μετάβασης της Ρωσίας στη Σοβιετική Ενωση χωρίς ιστορικές φανφάρες και πολιτικές κορώνες, αφήνοντας περισσότερο τις αισθήσεις να αποκρυπτογραφήσουν τις ζυμώσεις που ελλοχεύουν μέσα στην καθημερινότητα ενός γυρίσματος.

Μιλώντας με κινηματογραφικούς όρους για την επανάσταση, ο Μιχάλκοφ μιλάει ωστόσο και κυριολεκτικά για το σινεμά, αφού η «Σκλάβα της Αγάπης» είναι ταυτόχρονα μια ταινία για τις ταινίες, μια ωδή στο βωβό σινεμά (ο χαρακτήρας της πρωταγωνίστριας είναι βασισμένος στη διάσημη σταρ του βωβού Ρωσίδα Βέρα Κολόνταγια που πέθανε στα 26 της χρόνια) και στον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι του κινηματογράφου προσπαθούν συνεχώς να δραπετεύσουν από την πραγματικότητα, μόνο που η τελευταία βρίσκει πάντα τους τρόπους να εισβάλλει μέσα στο πλατό.

Εγκλωβισμένοι μέσα στον κόσμο του σινεμά, (φαινομενικά) αδιάφοροι για τις πολιτικές εξελίξεις, όλοι οι ήρωες της «Σκλάβας της Αγάπης» θα έρθουν αντιμέτωποι με τη νέα τάξη πραγμάτων και με τον δικό του τρόπο ο καθένας θα γίνουν σύμμαχοι των Μπολσεβίκων στο όνομα της μεγάλης αλλαγής. Ο Μιχάλκοφ χρησιμοποιεί το βωβό σινεμά – όχι μόνο στην ταινία μέσα στην ταινία αλλά και στον τρόπο που κινηματογραφεί κομμάτια της ταινίας του – σαν εκπρόσωπο του παλιού καθεστώτος, ένα κομμάτι μπουρζουαζίας που συνεχίζει να ζει στις δάφνες της Αυτοκρατορίας και που πρέπει με οποιονδήποτε τρόπο να διαβρωθεί για να αποκτήσει επαφή με το λαϊκό παρόν.

Οχι πάντα σε απόλυτη ισορροπία με τις προθέσεις (αφού συχνά παρασύρεται από την κωμική διάσταση των πραγμάτων), σκηνοθέτης άλλωστε όχι μεγάλων δυνατοτήτων (ειδικά στο δεύτερο μέρος της καριέρας του, αν εξαιρέσει κανείς τον «Ψεύτη Ηλιο» του 1994 που υπήρξε και η μεγαλύτερη επιτυχία του), ο Μιχάλκοφ παραδίδει με τη «Σκλάβα της Αγάπης» μια εύπεπτη ματιά πάνω στο πολιτικό φαίνεσθαι και το είναι που δεν μπορεί παρά σήμερα να μοιάζει λίγο εκτός του καιρού της, ειδικά υπό το φως της στάσης του δημιουργού της που δηλώνει απερίφραστα υποστηρικτής της Ρωσίας του Πούτιν, ξεχνώντας πως στη δεύτερη μόλις ταινία του είχε μιλήσει αν μη τι άλλο με πραγματικό και αβίαστο συναίσθημα για τη σημασία της αποκόλλησης από το... παρελθόν.