Η μεγαλύτερη νίκη του «Μυστικού Συστατικού» είναι ότι δεν είναι μια ακόμη Βαλκανική κωμωδία, όπου η φάρσα προσπαθεί να αποτυπώσει με ανάλαφρο τρόπο τα προβλήματα, τις κακουχίες και την ανέχεια που αντιμετωπίζει καθημερινά μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού.
Οχι ότι η ιστορία που αφηγείται ο Γκιόρτσε Σταβρέσκι, εδώ στο μεγάλο μήκους ντεμπούτο του, δε διαδραματίζεται σε αυτόν τον κόσμο. Οι ήρωές του είναι όντως άνθρωποι που μοχθούν για το μεροκάματο, που μετρούν τα χρήματα για να καταφέρουν να αγοράσουν φάρμακα, που αναζητούν ακόμη ένα θαύμα για να σωθούν από τα φαινομενικά ανυπέρβλητα προβλήματά τους.
Ο Σταβρέσκι όμως αρνείται να παραδώσει στην παρωδία την αφήγησή του για να απαλύνει την οποιαδήποτε κοινωνική αιχμή, όπως και αποφασίζει να μην μετατρέψει σε βαλκανικές καρικατούρες τους ήρωές του. Αντιθέτως, πίσω από τον αναμφισβήτητο κοινωνικό ρεαλισμό της αισθητικής του, εμποτίζει μετρημένα κωμικά τις περιστάσεις αναγνωρίζοντας την απρόσμενα αστεία πλευρά των πραγμάτων, εστιάζει στο αληθινό συναίσθημα αποφεύγοντας τον μελοδραματισμό και, όσο γίνεται αποφεύγει τα κλισέ, παραμένοντας ωστόσο στο genre ενός buddy movie που ταυτόχρονα αντλεί και από το σινεμά των παρεξηγήσεων αλλά και τα οικογενειακά δράματα όπου η σχέση μεταξύ ενός πατέρα κι ενός γιου είναι το παν.
Κεντρικός πρωταγωνιστής του είναι ο Βέλε, ένας κακοπληρωμένος μηχανικός τρένων που πέρα από την έλλειψη μετρητών και το τραγικό οικογενειακό παρελθόν, έχει να αντιμετωπίσει και την ασθένεια του πατέρα του. Μια μέρα, ο Βέλε ανακαλύπτει μια ποσότητα κλεμμένης μαριχουάνα, την οποία αποφασίζει να χρησιμοποιήσει στην κατασκευή ενός κέικ για να απαλύνει τον πόνο του πατέρα του από τον καρκίνο. Μόνο που, ως εκ θαύματος , η υγεία του πατέρα του όντως βελτιώνεται και ο Βέλε βρίσκεται ξαφνικά στο επίκεντρο όχι μόνο εκείνων που αναζητούν το κρυφό συστατικό της συνταγής του αλλά και τους μαφιόζους που έχασαν την μαριχουάνα μέσα από τα χέρια τους.
Αυτή η ιστορία δίνει την δυνατότητα στον Σταβρέσκι να υφάνει ένα κοινωνικό προφίλ της χώρας του, δίνοντας έμφαση στην έλλειψη παροχών που δείχνει να ταλαιπωρεί το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού, όσο ταυτόχρονα εστιάζει συναισθηματικά στη σχέση δύο ανδρών, οι οποίοι πέρα από τον σωματικό πόνο, μοιράζονται και τα οικογενειακά τους τραύματα. Και στις δύο περιπτώσεις όμως, δείχνει να νοιάζεται πραγματικά, γεγονός που εξηγεί και το ότι ποτέ η αφήγηση δεν καταλήγει σε φάρσα, όσο κι αν βασίζεται κατά στιγμές στο εύρημα της παρεξήγησης για να προχωρήσει μπροστά.
Ουσιαστικά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι το «Μυστικό Συστατικό» είναι η μοντέρνα εκδοχή ενός βαλκανικού σινεμά που αφενός αναγνωρίζει την κινηματογραφική του ιστορία κλείνοντας το μάτι στις θεματικές επιρροές του παρελθόντος αλλά και που αποφασίζει την ίδια στιγμή να προχωρήσει μπροστά, λαμβάνοντας υπόψη τις τάσεις ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού σινεμά.
Για αυτό και εύκολα μπορεί να του συγχωρεθεί το γεγονός ότι κατά στιγμές μοιάζει να χάνει τον ρυθμό του ενώ σε άλλες μεταβαίνει άτσαλα από υποπλοκή σε υποπλοκή. Το σημαντικότερο είναι ότι η ταινία εμφανίζει να έχει όντως ταυτότητα αλλά και άποψη, παρουσιάζοντας μέσα από την σκοτεινά κωμική αλλά και κυνική ματιά της μια ευαισθησία που μέχρι το τέλος κερδίζει τον θεατή. Αυτό είναι το δικό της «μυστικό συστατικό».