O 40χρονος Σαλ ονειρεύεται ασπρόμαυρα. Είναι ξανά μέσα στο ρινγκ, νέος, ρωμαλέος, πολλά υποσχόμενος, αλλά άτυχος. Βλέπει και ξαναβλέπει, ζει και ξαναζεί τον μεγάλο αγώνα της ζωής του - αυτόν που θα του έδινε το εισιτήριο διαφυγής από την μετριότητα και τη μιζέρια, αλλά την τελευταία στιγμή βγήκε νοκ άουτ. Το ξυπνητήρι τον βρίσκει στην ξεπλυμένα έγχρωμη πραγματικότητα, σ' ένα λυόμενο τρέιλερ στην άκρη της γκρίζας, εργατικής Ουαλικής πόλης του. Χάραμα, θα ξαναβάλει τη φόρμα του, θα τρέξει την προπόνησή του, θα καταλήξει στο γυμναστήριο και στον γερασμένο προπονητή του που δεν αντέχει να τον βλέπει, μέρα με τη μέρα, να παραδίνεται στην αδιέξοδη ήττα της καθημερινότητας. Γιατί ο Σαλ δεν είναι επαγγελματίας αθλητής πια. Το μποξ έχει περάσει στο περιθώριο. Η δουλειά του είναι να φροντίζει ηλικιωμένους στο τοπικό γηροκομείο, ένα λειτούργημα που κάνει με απρόσμενη αφοσίωση και τρυφερότητα. Και το μεγάλο νοκ άουτ της ζωής του είναι η διαταραγμένη σχέση με την Μόλι, την έφηβη κόρη του. Το διαζύγιο με την εκδικητική πρώην γυναίκα του προκάλεσε ρωγμές, κι ο ίδιος πληρώνει το τίμημα μίας πρώτης αδιαφορίας του προς το παιδί του. Σήμερα θα έκανε τα πάντα για να αποδείξει στη Μόλι ότι είναι άξιος πατέρας.
Τα πάντα; Στην εικόνα (ξανα)μπαίνει ο Βινς, ο παραβατικός φίλος από το ένοχο παρελθόν που αποφυλακίζεται κι επιστρέφει στη ζωή του. Στα νιάτα τους διοργάνωναν παράνομους αγώνες μποξ χωρίς γάντια - εκεί που οι γροθιές πέφτουν βάναυσα και τα νοκ άουτ έχουν κυριολεκτική ερμηνεία. Ο Βινς τον ξεσηκώνει να θυμηθεί την πάλαι ποτέ δόξα του, να συνεργαστούν ξανά, να ξεφύγει με από την πενία, τον ξεπεσμό και την κακομοιριά. Ο Σαλ αντιστέκεται μέχρι που χάνει τη δουλειά του και νιώθει ότι θα χάσει και την κόρη του. Μήπως ο δρόμος για τη λύτρωση δεν χρειάζεται να είναι κι έντιμος;
Το ντεμπούτο του σεναριογράφου/σκηνοθέτη Μπιορν Φράνκλιν και του συνσκηνοθέτη Τζόνι Μαρτσέτα έχει αρκετές αρετές. Μαζί με τον DP τους Σάιμον Πλάνκετ καταφέρνουν να αποτυπώσουν με σταθερά μεγάλα πλάνα το ασφυκτικό πλαίσιο της Ουαλικής επαρχίας, ενώ με την κάμερα στο χέρι ακολουθούν με ενέργεια και ένταση τον ήρωα στον ατέρμονο αγώνα του. Αυτή η διαχείριση στην κινηματογράφηση επιτυγχάνει ένα βαθιά μελαγχολικό, ατμοσφαιρικό mood που κερδίζει κάποιους γύρους στην αναμέτρηση με τα σεναριακά κενά.
Κι αν ο αγώνας ήταν να κριθεί στους πόντους, θα κέρδιζαν οι ερμηνείες. Ο Σάια ΛαΜπέφ στον συμπρωταγωνιστικό ρόλο (παρόλο που παραπλανητικά στο μάρκετινγκ της ταινίας μοιάζει να πρωταγωνιστεί) δίνει μία μετρημένη, ισορροπημένη, μελετημένη ερμηνεία, παίζοντας τον Βινς αλλόκοτα - δεν είναι ο κλισέ «σατανάς» που παρασύρει τον ήρωα στον τελευταίο πειρασμό. Νοιάζεται πραγματικά για το φίλο του, απορρίπτει το σύστημα, πιστεύει ότι ο δρόμος για την απόδραση από τη μοίρα τους είναι δικαιωματικά τυχοδιωκτικός.
Στο ρινγκ όμως μπαίνει δυνατά ο Τόμπι Κέμπελ. Ερμηνεύει τον Σαλ θλιμμένα, ηττημένα, ακίνητα σαν να έχει παραδοθεί σ' ένα αέναο Fight Club με τον εαυτό του. Ενας αντιήρωας με καλή καρδιά και πρόθεση που η ζωή συνεχώς τον ρίχνει στα σχοινιά.
Αν το σενάριο είχε δουλευτεί λίγο καλύτερα ώστε να μην νιώθεις ότι λείπουν σκηνές που θα έδιναν νόημα στις αποφάσεις των ηρώων, στο χτίσιμο των σχέσεων, στις ανατροπές και -ειδικά- στην βεβιασμένη λύτρωση του τέλους, θα μιλούσαμε για ένα φιλμ που θα κέρδιζε επάξια τη χρυσή ζώνη. Δυστυχώς όμως, ο Φράνκλιν πηδάει πίστες στην αφήγηση, αφήνει κενά, και καταδικάζει το ποιητικό φινάλε να χάσει στα σημεία.