Ο Αρης είναι ένας νέος που ζει ανάμεσα σε δύο κόσμους. Από τη μία ο επαγγελματικός του χώρος στον κόσμο του θεάματος που διψάει για λάμψη, χρήμα και εξουσία. Από την άλλη, η ασφυκτική οικογένεια και η κρίση που έχει χτυπήσει τη χώρα και επιδεινώνει τις ανθρώπινες σχέσεις, που ούτως ή άλλως είναι περίπλοκες και τραυματικές. Ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να βρει την ισορροπία του μέσα από τον έρωτα αλλά κι αυτός τον προδίδει. Θα βρει τελικά τη διέξοδο;
Στην πραγματικότητα δεν έχει καμία σημασία πώς συνδέεται ο τίτλος της νέας, ένατης ταινίας του Βασίλη Βαφέα - επιστρέφει οκτώ χρόνια μετά τις «Γυναικείες Συνομωσίες» - με τη διαδρομή του κεντρικού του ήρωα (μαζί και του ίδιου του σκηνοθέτη αλλά και του θεατή), αφού έννοιες όπως η «παρακινδυνευμένη ενέργεια», η «ριψοκίνδυνη απόπειρα» και η «πτώση στο κενό» (χωρίς δίχτυ ασφαλείας) ορίζουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο την κινηματογραφική του οδύσσεια σε αντίστροφη πορεία - σε σχέση με τον Οδυσσέα του μύθου - από την πατρίδα προς το άγνωστο.
Σε ασπρόμαυρο που προδίδει ταυτόχρονα και την υφή της φόρμας του φιλμ νουάρ, αλλά και το άχρονο μιας κατάστασης που πραγματικά θα μπορούσε να συμβαίνει οποτεδήποτε, αν και περισσότερο από αυτό στο τρομερό τώρα μιας χώρας σε απόλυτη κρίση, το «Ρισάλτο» περιγράφεται μάλλον σαν ένα δυστοπικό όνειρο (φλερτάρει αλλά δεν γίνεται ποτέ πραγματικός εφιάλτης), που δεν αργεί να εξαπολύσει τον παραλογισμό του στα πάντα, αφού από πολύ νωρίς ο Βασίλης Βαφέας ξεκαθαρίζει πως αυτό που βλέπουμε δεν μπορεί να εξηγηθεί ακριβώς με λογικούς όρους - σχεδόν όπως έκανε πάντα στη φιλμογραφία του.
Ηδη από την πρώτη σκηνή αρχίζεις να αναρωτιέσαι τι ακριβώς βλέπεις, σε ποια εποχή βρίσκεσαι, γιατί αυτός ο άντρας είναι τόσο αναστατωμένος, πώς μπορεί να ερωτεύεται τόσο κεραυνοβόλα μέσα σε μια στιγμή μέσα σε ένα ασανσέρ και πώς τελικά μοιάζει να δέχεται ως αδιαμφισβήτητες αλήθειες πράγματα που όχι μόνο του ανακόπτουν τη δημιουργική του διάθεση αλλά τελικά του αφαιρούν και βασικά δικαιώματα ύπαρξης, ελευθερίας λόγου, δράσης, συμμετοχής και συνύπαρξης.
Τουλάχιστον για το πρώτο μέρος του «Ρισάλτο», ο Βασίλης Βαφέας χτίζει μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα μυστηρίου που οφείλεις περισσότερο να διαισθανθείς παρά να κατανοήσεις. Μια δικτατορία που, φευ, δεν αφορά μόνο το πρόσφατο παρελθόν των συνταγματαρχών, φιγούρες που ψελίζουν το λεξιλόγιο των οικονομικών όρων που μπήκαν στη ζωή μας με την κρίση, ένα συνομωσιολογικό φόβητρο που διαλύει οικογένειες και μικρές ή μεγάλες συνέπειες ενός «πολέμου» που βρίσκει ανθρώπους στο κυνήγι, άλλους στην ανεργία, κάποιους πιο προνομιούχους σε μικρότερο πανικό και όλους σε ένα διαρκές φλερτ με το τέλος.
Ισως δεν είναι τυχαίο πως οι γυναίκες κάνουν παιχνίδι στο «Ρισάλτο», ούτε ότι ο κεντρικός του ήρωας είναι ένας σκηνοθέτης σε διαρκή πρόβα (όπου οι ηθοποιοί κάνουν απεργία). Σίγουρα δεν είναι τυχαίο πως οι πιο δυνατές σκηνές του παρά λίγο εφιάλτη διαδραματίζονται κοντά στα ναυπηγεία, ούτε ότι ο Θάνος Μικρούτσικος δανείζει - εκτός από τη μουσική όλη της ταινίας - τη «Ρόζα» σε instrumental σε ένα από τα πολλά ζεϊμπέκικα που χορεύουν ξεχασμένοι ναυτικοί σε μια προσπάθεια να καλέσουν πίσω μια ολόκληρη χαμένη πατρίδα ή και κάτι από τον ίδιο τους τον εαυτό.
Ο Βασίλης Βαφέας διατηρεί τη θεατρικότητα και το σουρεαλισμό που διέπει έτσι κι αλλιώς το κινηματογραφικό του έργο, κάποτε ίσως πιο πετυχημένα και πιο αποτελεσματικά απ' ό,τι τώρα. Υπερβάλλει πάνω στο συμβολισμό, κάνοντας τα πάντα (από τους ηθοποιούς του μέχρι τα σκηνικά) να μετατρέπονται σε άκαμπτες ιδέες πριν από πρόσωπα και τόπους και τελικά αποδεικνύεται στο δεύτερο μέρος χαμένος μέσα στο ίδιο το οικοδόμημα μιας ταινίας που στρέφεται γύρω από τα αδιέξοδα (υπαρξιακά, αλλά σίγουρα όχι μόνο...), που θα βασανίζουν πάντα έναν καλλιτέχνη όταν αυτός προσπαθεί να εκλογικεύσει την κρίση, να διατηρήσει - κόντρα στα πάντα - ένα κομμάτι ελεύθερης βούλησης και να μην παραμείνει αιωνίως ένας παρατηρητής της ίδιας του της πτώσης.
Ο Νίκος Πουρσανίδης είναι ο μόνος που δίνει ψήγματα αλήθειας σε έναν ήρωα/σύμβολο (ο οποίος πρωταγωνιστεί σε κάθε σκηνή), εκεί όπου όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί παίρνουν λάθος εντολές να υπονομεύουν την ίδια τους την υπόσταση σε ένα (κυρίως εκεί) δεύτερο μέρος που χάνει το τριπάρισμα του πρώτου για να προσγειωθεί απλώς στην επανάληψη, την εμμονική δοκιμιακή μορφή και την όχι πολύ εμπνευσμένη - θα την έλεγες και ξεπερασμένη - κριτική απέναντι στην ελληνικότητα, την πολιτική, το σύγχρονο χάος ή το μπέρδεμα που υπάρχει ανέκαθεν στον εγκέφαλο ενός νέου για το που βρίσκονται τα σημαντικά και πότε είναι η σωστή στιγμή να εγκαταλείπεις τα ασήμαντα.
Ολοκληρώνοντας το όνειρο, είναι λίγοι όσοι θα θυμούνται τι είδαν μέσα στο βαθύ τους ύπνο, αλλά σε κάθε περίπτωση και το άλμα δεν είναι τόσο ριψοκίνδυνο ώστε να προκαλεί τρόμο ή να σε ξυπνήσει από τον όποιο λήθαργο σε έχει ρίξει η οποιαδήποτε δική σου διαδρομή. Στα υπέρ το φλερτ με το σουρεαλισμό, αλλά όχι και η τόσο σαρωτική συμβολική διάθεση για κάτι που έχει ήδη ειπωθεί πολλές φορές μέσα στην ίδια κυκλική διαδρομή - από το ασπρόμαυρο στο χρώμα και από τη δυστοπία σε κάτι που θα μπορούσε να ονομάζεται ελπίδα.