[προσοχή: Το παρακάτω κείμενο δεν αποκαλύπτει σημαντικά τμήματα της πλοκής που έχουν νόημα για την αφήγηση της ταινίας, ωστόσο για τις ανάγκες της κριτικής ενδέχεται να χαλάσει εκπλήξεις για όποιον θεατή θέλει να δει την ταινία χωρίς να γνωρίζει τίποτα, γι' αυτό και προτείνουμε να διαβάσετε το κείμενο αφού έχετε δει την ταινία.]
Αν πρέπει με οποιοδήποτε τρόπο να περιγράψεις τι είναι η «Ρεβέκκα», υπάρχει μόνο μια ασφαλή οδός και αυτή βρίσκεται στην απόσταση που χωρίζει την ηρωίδα της Τζόαν Φοντέιν από το πρώτο πλάνο που τη βλέπουμε στη Νότιο Γαλλία ως ένα λαϊκό κορίτσι, συνοδό μιας πλούσιας αριστοκράτισσας μέχρι το τελευταίο, όταν πια είναι η αναμφισβήτητη κυρία του Μάντερλέι, έχοντας νικήσει περισσότερους δαίμονες και εμπόδια από όσα θα απαιτούσε ποτέ ακόμη και η πιο βίαιη ενηλικίωση.
Η Τζόαν Φοντέιν δεν υποδύεται τη Ρεβέκκα. Και εκεί βρίσκεται μια, ίσως η πιο μεγαλοφυής ιδέα του βιβλίου της Ντάφνι ντι Μοριέ αλλά και του Αλφρεντ Χίτσκοκ που είναι σίγουρο ότι, ανάμεσα σε όσα τον γοήτευσαν σε αυτό το ψυχόδραμα, ήταν και το γεγονός ότι η ηρωίδα του δεν έχει μικρό όνομα, ενώ η ταινία έχει για τίτλο της ένα άλλο. Η Ρεβέκκα, που δεν θα τη δούμε ποτέ, αλλά θα κυριαρχεί σχεδόν σε κάθε σκηνή της ταινίας, είναι ένα σύμβολο και μαζί ένας καθρέφτης για την γυναίκα που θα διασχίσει το γοτθικό παραλογισμό μιας αποπνιχτικής ένωσης με έναν άντρα και μαζί όλα τα επίπεδα της πρότερης ζωής του, των ενοχών του, ενός κόσμου που θα προτιμούσε, αν αυτό ήταν δυνατό, να ζει μόνο μέσα στις σκιές.
Είναι τρομερό πόσο αλλάζει τους ανθρώπους το έγκλημα.
Μια διαπίστωση που θα μπορούσε να σχολιάζει με ειρωνία σχεδόν ολόκληρη τη φιλμογραφία του Αλφρεντ Χίτσκοκ, παίρνει εδώ μια διάσταση που μέσα στα 80 και παραπάνω χρόνια από την πρεμιέρα της «Ρεβέκκα» ίσως μόνο τώρα μπορεί κανείς να διακρίνει. Ανεξάρτητα ακόμη και από τις μεγάλες, αναπάντεχες ακόμη και σε πολλαπλές θεάσεις, ανατροπές του φινάλε, η «Ρεβέκκα» είναι μια ταινία για τις γυναίκες. Γυναίκες που επιθυμούν σαν τη Ρεβέκκα, γυναίκες που αγαπούν σαν την κα. Ντάνβερς (σε μια από τις πιο θρυλικές πρώτες λεσβιακές κεκαλυμμένες αναφορές σε μεγάλη χολιγουντιανή ταινία), γυναίκες που επιβιώνουν σαν την ανώνυμη ηρωίδα, τη δεύτερη κυρία ντε Γουίντερ που θα έρθει στο εμβληματικό Μάντερλεϊ για να βρεθεί αντιμέτωπη με το φάντασμα της πρώην κυρίας του σπιτιού, την οικονόμο που αρνείται να τη δεχτεί στη θέση της και τον σύζυγό της που μοιάζει στοιχειωμένος από εκείνη και το μυστηριώδη θανατό της.
Σαν μια σπουδή πάνω στη γυναικεία ψυχοσύνθεση και το οριστικό πέρασμα της σε ένα νέο κόσμο που (τότε και τώρα) μοιάζει να αρνείται στις γυναίκες της απόλαυση, την αγάπη, την διεκδίκηση δικαιωμάτων και τελικά τη νίκη πάνω στο φόβο, η «Ρεβέκκα» είναι ένα καμουφλαρισμένο θρίλερ και μαζί μια ιστορία μυστηρίου, όπου το πραγματικό κακό πηγάζει από τα αρνητικά στερεότυπα μιας κοινωνίας που σαν το τρομακτικό Μάντερλεϊ θυμίζει ταυτόχρονα λαβύρινθο και φυλακή, ένα καταφύγιο στο οποίο δεν μπορεί να ζήσει τίποτα αληθινό, παρά μόνο αντικείμενα λατρείας που σπάνε και δεν ξανακολλάνε, βαριά διακόσμηση που σκεπάζει τις κραυγές απόγνωσης και θλίψης που κάποτε αντήχησαν στους τοίχους του, φαντάσματα από εξιδανικευμένους εραστές και ερωμένες που δεν ομολογήθηκαν ποτέ.
Η διάβρωση αυτής της έπαυλης (και άρα αυτής της κοινωνίας) θα έρθει από την απλότητα, την αθωότητα και την καθαρότητα μιας γυναίκας που παρά την πίεση αρνείται να ζήσει στις σκιές και αναζητά διαρκώς μια έξοδο κινδύνου προς το φως. Μπορεί η ταινία να κατοικείται από την βασανισμένη φιγούρα του Λόρενς Ολίβιε (σε ένα ρόλο που ρίχνει με τη σειρά του ανατριχιαστικές σκιές πάνω στον αλησμόνητο Χίθκλίφ του στα «Ανεμοδαρμένα Υψη» του Γουίλιαμ Γουάιλερ ένα χρόνο πριν), αλλά στα θεμέλια της στηρίζεται, οικοδομείται και τελικά εξαϋλώνεται πάνω στην σωματική ερμηνεία της Τζόαν Φοντέιν.
Οχι ακριβώς αρχετυπική ηρωίδα στο χιτσκοκικό πάνθεον (και σίγουρα λιγότερο αινιγματική από τις έγχρωμες ξανθιές των 50s και των 60s), η Τζόαν Φοντέιν - που δύο χρόνια μετά θα γινόταν και η μοναδική ηθοποιός του Χίτσκοκ που θα κέρδιζε Οσκαρ για τις κοντινές σαν υπόθεση στη «Ρεβέκκα» «Υποψίες») φτιάχνει εδώ, σχεδόν από το τίποτα, το ξύπνημα από έναν εφιάλτη. Ξένο σώμα μέσα σε έναν κόσμο στον οποίο δεν ανήκει, έναν άντρα που δεν την αγαπάει, μια οικονόμο που τη μισεί θανάσιμα και κυρίως ξένο σώμα μέσα στον ίδιο της τον εαυτό που η ίδια υποτιμά ως κατώτερο των περιστάσεων, θα ενηλικιωθεί από σκηνή σε σκηνή με οδηγό τον τρόμο, την απειλή, τη διαρκή αποτυχία, σε ένα roller coaster που δεν θα αργήσει να οδηγήσει μέχρι και στο… έγκλημα.
Παίζοντας με το πρόσωπο, το χτένισμα, την ίδια της σπονδυλική της στήλη (όπως γράφτηκε τόσο εύστοχα το 1940 από τον Φρανκ Σ. Νιούτζεντ των New York Times), η Φοντέιν διασχίζει τα genres της «Ρεβέκκα» ένα προς ένα, αφήνοντας τα σημάδια της σε όλα: στο δράμα, το θρίλερ, το γοτθικό παραμύθι, την αστυνομική ιστορία, το μελόδραμα, με τον Χίτσκοκ να δοκιμάζει δειλά ολη τη δεξιοτεχνική βεντάλια του σασπένς και της απειλής που γεννιέται ακριβώς εκεί όπου ποτέ δεν περιμένεις.
Λίγο πριν το λυτρωτικό, αλλά τελικά πιο σκοτεινό και από την πατριαρχική του αναγωγή στο σήμερα φινάλε, η Τζόαν Φοντέιν είναι πλέον η Ρεβέκκα, αιχμάλωτη για πάντα στο Μάντερλεϊ και επιτέλους ελεύθερη από αυτό. Αν η επιβίωση της (και τελικά η ενηλικίωση της) υπήρξε άρρηκτα συνδεδεμένη με τα βαριά υλικά ενός σπιτιού - φυλακή που στο τέλος καίγονται μαζί με νεκρούς και ζωντανούς, θα άξιζε να σκεφτεί κανείς αν οι πρώτες κλασικές λέξεις που ακούγονται σε βιβλίο και ταινία «Χθες το βράδυ ονειρεύτηκαν ότι πήγα ξανά στο Μάντερλεϊ» δεν είναι απαραίτητα, όπως όλοι νόμιζαν μέχρι σήμερα, η εισαγωγή μόνο σε έναν εφιάλτη.