Βρισκόμαστε στο 2045. Επικρατεί χάος και ο κόσμος μοιάζει να καταρρέει. Μόνη σωτηρία είναι το OASIS, ένα επεκτατικό σύμπαν εικονικής πραγματικότητας που δημιουργήθηκε από τον ευφυή και εκκεντρικό Τζέιμς Χάλιντεϊ. Oταν ο Χάλιντεϊ πεθαίνει, αφήνει την αμύθητη περιουσία του στο πρώτο άτομο που θα βρει ένα ψηφιακό πασχαλινό αυγό, κρυμμένο κάπου στο OASIS, πυροδοτώντας έναν διαγωνισμό που καθηλώνει όλο τον κόσμο. Oταν ένας απίθανος νεαρός ήρωας με το όνομα Γουέιντ Γουάτς αποφασίζει να πάρει μέρος στον διαγωνισμό, παρασύρεται σε ένα ιλιγγιώδες κυνήγι θησαυρού που αψηφά τους κανόνες της πραγματικότητας μέσα σε ένα φανταστικό σύμπαν μυστηρίου, ανακαλύψεων και κινδύνων.
To πραγματικά συναρπαστικό δεν είναι αυτό που τις τελευταίες μέρες κυκλοφορεί εν είδει αποφθέγματος ανάμεσα σε όλους όσους λάτρεψαν το «Ready Player One»: το γεγονός δηλαδή ότι δύσκολα θα πίστευε κάποιος που δεν ξέρει ότι το φιλμ είναι δημιούργημα ενός ανθρώπου 71 ετών.
Αυτό που ενθουσιάζει περισσότερο και επιβεβαιώνει τελικά μια ιστορική αλήθεια που μετά από δεκαετίες μπορεί πλέον να περιβάλλει με πραγματικό δέος τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, είναι πως αυτός ο 70χρονος γύρισε πριν λίγο καιρό ένα έξοχο πολιτικό θρίλερ στο στιλ της δεκαετίας του ’70 και αμέσως μετά (αν δεν αλλάξει γνώμη ανάμεσα στα πολλά πρότζεκτ που έχει στο μυαλό του) ετοιμάζει ένα ριμέικ του «West Side Story» και τον πέμπτο «Ιντιάνα Τζόουνς».
Μια ποικιλομορφία που είναι προφανής μόνο εξωτερικά ανάμεσα στους τίτλους της φιλμογραφίας του, αφού στην καρδιά της βρίσκεται πάντα αυτός ο ίδιος σπουδαίος σκηνοθέτης, το ίδιο ενθουσιώδες παιδί, ο ίδιος αφοσιωμένος σινεφίλ που θέλει το σινεμά του καθαρό, απενοχοποιημένο, ικανό να σε συγκινήσει και μαζί να σου θυμίσει ένα δυο πράγματα ξεχασμένα για τους ανθρώπους, τις ζωές τους και τον τρόπο με τον οποίο αυτός ο κόσμος θα μπορούσε να είναι λίγο καλύτερος.
Στο «Ready Player One» ο Σπίλμπεργκ σκηνοθετεί με το κέφι ενός fanboy που δεν χορταίνει να βρίσκει easter eggs (είναι τα κρυμμένα στοιχεία στα video games - μετέπειτα και στις ταινίες - που ανοίγουν κι άλλες πίστες ή κρύβουν μια έξυπνη αναφορά) στα βιντεοπαιχνίδια που παίζει με τις ώρες και που επιτέλους – ελέω δικαιωμάτων – μπορεί να έχει στην ίδια ταινία τον Κινγκ Κονγκ, τον Γκοτζίλα, τον Φρέντι Κρουγκερ από τον «Εφιάλτη στο Δρόμο με τις Λεύκες», τον Τσάκι από την «Κούκλα του Σατανά», τον Iron Giant, το «Επιστροφή στο Μέλλον» – όλα τα παραπάνω με soundtrack που ξεκινάει από τους A-ha και τους New Order για να φτάσει μέχρι τους Van Halen, τον Μπρους Σπρίνγκστιν και τους Earth Wind & Fire.
Το τεράστιο (οπτικοακουστικό) jukebox που συνθέτει από όλα όσα αποτελούν το σύμπαν του βιβλίου του Ερνεστ Κλάιν από το 2011 είναι την ίδια στιγμή και μια εξτραβαγκάντζα του φανταστικού που δεν νιώθει την παραμικρή ενοχή να χτυπήσει κέντρο στη νοσταλγία, στο geekiness (όπως το ορίζει κανείς), να σου τινάξει το μυαλό με μια απίθανη σκηνή στο ξενοδοχείο της «Λάμψης» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, να αστειευτεί και να σοβαρευτεί, να τραβήξει μια για πάντα τη γραμμή απομονώντας οριστικά όσους θεωρούν πως τα ειδικά εφέ – και ειδικά η τεχνική του motion capture που δεσπόζει εδώ στο μεγαλύτερο κομμάτι της ταινίας – σκοτώνουν το σινεμά ή άλλα τέτοια φαιδρά.
Με τη σοφία ενός δημιουργού που γνωρίζει από ρυθμό, αφήγηση και πότε ακριβώς είναι η σωστή στιγμή να αφήσεις για λίγο την ιστορία σου και να ασχοληθείς με το θεατή σου, ο Σπίλμπεργκ μπαινοβγαίνει από το δυστοπικό 2045 στο εικονικό Oasis, σαν να κινείται ανάμεσα στην πραγματικότητα και το όνειρο. Καθόλου τυχαία, οι ήρωές του παραμένουν «ζωντανοί» ακόμη (ή και περισσότερο) και όταν είναι ψηφιακοί, ενώ βγαίνουν στην πραγματικότητα ακριβώς τη σωστή στιγμή για να υπενθυμίσουν πως ό,τι βλέπουμε είναι φυσικά κάτι περισσότερο από ένα blockbuster που τελειώνει με τους τίτλους τέλους του και περιμένει το λογαριασμό στα ταμεία για να επιδείξει τη δύναμή του.
Το «περισσότερο» αυτό είναι ο Στίβεν Σπίλμπεργκ που – αντίθετα με τα φαινόμενα – αντιμετωπίζει τη ζωή μέσα στο Oasis σαν την απόλυτη επιστροφή στην παιδική ηλικία, φανερά γοητευμένος από το best- seller του Κλάιν, όχι φυσικά για την υπερκατανάλωση ποπ κουλτούρας αλλά για τη μικρή αλλά τόσο οικουμενική ιστορία (του κόσμου) που βρίσκεται στην καρδιά της ιστορίας και αποκαλύπτεται στην ολότητά της στο φινάλε του.
Ναι, μπορεί η αγωνία της καταλληλότητας να αφαίρεσε «επίμαχα» ενήλικα σημεία από το βιβλίο, μπορεί το τρίτο μέρος να βαραίνει μέσα στην υπέρμετρη ελαφρότητά του και μπορεί να μοιάζει αδύνατον να καταχωρήσεις όλες τις αναφορές που αραδιάζονται μπροστά στα μάτια σου ως τέτοιες, αλλά (δεν είναι spoiler) χωρίς καμία επιτηδευμένη αίσθηση μελοδράματος, με μια φυσικότητα αφοπλιστική και εκείνο το στοιχείο που θα κάνει πάντα το σινεμά ένα νέο θαυμαστό κόσμο, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ διασκεδάζει τόσο με το «Ready Player One» που δεν του επιτρέπει παρά να είναι μια υπέροχη εφηβική ταινία που διακηρύττει με όρους απόλυτου entertainment το κρυστάλλινο αίτημά της για πίστη στη φιλία, την αγάπη, την διαφορετικότητα και το παιδί μέσα μας που κάποια στιγμή - από κεκτημένη ταχύτητα ή ας την πούμε και κυνικότητα - του απαγορέψαμε να παίζει.