Η ιδιαίτερη συνεργασία ανάμεσα στην πρώτη γυναίκα εκδότη εφημερίδας, Κέι Γκράχαμ, και στον άτεγκτο συντάκτη Μπεν Μπράντλι, στην προσπάθεια τους να αποκαλύψουν και να δημοσιεύσουν ένα τεράστιο σκάνδαλο από κυβερνητικά μυστικά τριών δεκαετιών και τεσσάρων Αμερικανών Προέδρων σχετικά με τον Πόλεμο στο Βιετνάμ. Οι δυο τους καλούνται να γεφυρώσουν τις διαφορές τους, προκειμένου να ρίξουν φως σε κρυμμένα μυστικά του κράτους, θέτοντας όμως σε κίνδυνο τόσο τις καριέρες τους, όσο και την προσωπική τους ελευθερία.
Αρκούν λίγα δευτερόλεπτα μέσα στο σύμπαν του «The Post» για να αντιληφθεί κανείς πως αυτό που βλέπει είναι, χωρίς καμία αμφιβολία, μια καθόλα στρατευμένη ταινία. Μια ταινία φτιαγμένη για να «απαντήσει», να «ενοχλήσει», να «υπενθυμίσει», να «διεκδικήσει», σίγουρη για το σκοπό που υπηρετεί, και που δεν είναι διατεθειμένη να το κάνει με κανέναν άλλο τρόπο παρά μόνο με τον πιο ευθύ – αυτόν που θα στείλει το μήνυμα καθαρό στο μυαλό αλλά φυσικά και στο θυμικό των θεατών της.
Γυρισμένο με συνοπτικές διαδικασίες, για να μη χαθεί το momentum, το «The Post» έχει για πρώτη του ύλη την επείγουσα ανάγκη ενός μεγάλου δημιουργού να σταθεί – ίσως για πρώτη φορά τόσο απροκάλυπτα και με τόση επιτυχία στην πολύχρονη καριέρα του - απέναντι σε ένα ολόκληρο σύστημα.
Στο κέντρο του φιλμ βρίσκεται το ζητούμενο της ελευθερίας του Τύπου σε μια Αμερική όπου η δημοσιογραφία θεωρείται από τη διακυβέρνηση Τραμπ ο νούμερο ένας εχθρός της δημοκρατίας και οι ειδήσεις είναι πιο fake κι απ’ όσο κατηγορούνται ό,τι είναι. Γύρω του, η θέση των γυναικών σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο, η ευθύνη ως φορτίο ανθρώπων που κατ' επιλογή ή ανάγκη έχουν αναλάβει κοινωνικούς ρόλους, η διαρκής αμφιταλάντευση ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό, είναι θεματικές που ολοκληρώνουν ιδανικά ένα καθρέφτη μιας ολόκληρης (και όχι μόνο) χώρας με αφορμή μια πολύ συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Επιστρέφοντας ιδανικά στο παρελθόν, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ μιλάει με μεγαλύτερη διαύγεια για το παρόν, όχι μόνο γιατί μια ιστορία που διαδραματίζεται στο σήμερα θα υπολειπόταν – ειρωνικά - σε διασταύρωση γεγονότων, αλλά γιατί είναι προφανές με τον πιο ανατριχιαστικό τρόπο πως ο κόσμος αλλάζει με ταχύτατους ρυθμούς απλά και μόνο για να μείνει ίδιος.
Οι αποκαλύψεις γύρω από την πρακτική διαδοχικών αμερικανικών κυβερνήσεων να συνεχίζουν τον πόλεμο στο Βιετνάμ ενώ γνώριζαν ενδελεχώς την έκβασή του, προκειμένου να μην χρεωθούν την ήττα, είναι ακριβώς αυτό που γίνεται στην Αμερική τις δύο τελευταίες δεκαετίες με διαδοχικές αμερικανικές κυβερνήσεις που συνεχίζουν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν ενώ δεν υπάρχει πλέον τίποτα απ’ ότι τον στήριζε έστω σαθρά από την αρχή.
Το παραπάνω παράδειγμα είναι μόνο ένα απ’ όσα κατά τη διάρκεια των συναρπαστικών δύο ωρών που διαρκεί το «The Post» έρχονται να συνηγορήσουν πως η μόνη αλλαγή που συνέβη από το 1970 μέχρι και σήμερα είναι πως τα απόρρητα κυβερνητικά αρχεία διαρρέουν πλέον στο διαδίκτυο και πως οι υπεύθυνοι των διαρροών είναι με κάποιο τρόπο σταρ που θυμίζουν ηγέτες μιας rock 'n' roll μπάντας.
Οτιδήποτε άλλο. μοιάζει να είναι, πάντα με τις σωστές αναλογίες αναπόφευκτης προόδου μισού αιώνα, το ίδιο. Από τη θέση των γυναικών – μια από τις μεγάλες και επιτέλους στο τραπέζι συζητήσεις της εποχής μας – σε ένα μαζικά ανδροκρατούμενο επαγγελματικό περιβάλλον, μέχρι το που ξεκινά και τελειώνει η ελευθερία του Τύπου αλλά και τα διαρκώς θολά νερά στα οποία κολυμπούν σχεδόν αγκαλιά ανά τις δεκαετίες η εκτελεστική με τη δικαστική εξουσία.
Πατώντας πάνω σε ένα σενάριο (γραμμένο από την πρωτοεμφανιζόμενη και μόλις 32χρονη Λιζ Χάνα και τον ήδη έμπειρο – με προυπηρεσία στο «The West Wing» , το «Fringe» και βραβευμένο με Οσκαρ Σεναρίου για το «Spotlight» Τζος Σίνγκερ) που στα χέρια κάποιου άλλου θα γινόταν η βάση για μια υπέροχη τηλεταινία και στην καλύτερη ένα... «Spotlight», ο Στίβεν Σπίλμπεργκ μεγαλουργεί δίνοντας διαστάσεις μελοδράματος σε ένα πολιτικό θρίλερ σαν αυτά που – ειρωνικά – γεννήθηκαν και θριάμβευσαν τη δεκαετία του ’70.
Με τον καταιγιστικό ρυθμό ενός θρίλερ, λεπτομέρειες που δεν θα ενδιέφεραν κανέναν άλλο σκηνοθέτη και στις οποίες ο Σπίλμπεργκ βρίσκει την ουσία των χαρακτήρων του και της συναισθηματικής έντασης της κάθε σκηνής, με δύο ηθοποιούς που – ειδική μνεία στη Μέριλ Στριπ – ταυτίζονται με τους χαρακτήρες τους την ίδια στιγμή που ξέρουν πολύ καλά πως ως καλλιτέχνες συμμετέχουν σε κάτι που απαιτεί την απόλυτη εκρήγορση των ακτιβιωστικών ενστίκτων τους, το «The Post» είναι μαζί μια απλή και μια πολύπλοκη ταινία.
Απλή γιατί θέλει – αρκετές φορές εις βάρος της – τα μηνύματά της, η στάση της απέναντι στην εξουσία, η θέση της πάνω στα καίρια ζητήματα που πραγματεύεται να είναι όλα καθαρά, να φτάνουν με μια ευθεία γραμμή στο θεατή και να μένουν εκεί ως παρακαταθήκη για το μικρό ποσοστό που όλοι πλέον συνηγορούν από καταβολή κινηματογράφου ότι το σινεμά μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.
Πολύπλοκη, ταυτόχρονα, όμως γιατί παρά τη στράτευσή της δεν ξεχνάει την καθαρόαιμη χολιγουντιανή κινηματογραφική απόλαυση και παρά την επείγουσα ανάγκη που είναι ολοφάνερο ότι τη γέννησε μοιάζει ήδη κατά τη διάρκειά της πιο οικουμενική από την Αμερική στην οποία αναφέρεται και πιο αναγκαία απ’ όσο θα την υποβίβαζε κανείς λέγοντας απλά πως είναι «μια ταινία που πρέπει να δούνε όλοι».
Σε ένα κόσμο που δεν θα σταματήσει ποτέ να δοκιμάζει τις δημοκρατικές αντοχές του και σε μια ιστορία που κάνει κύκλους μπαινοβγαίνοντας διαρκώς από το σκοτάδι στο φως, την ίδια ακριβώς στιγμή που αυτές εδώ οι γραμμές που διαβάζετε μπορούν να γράφονται υπό συνθήκες απόλυτης ελευθερίας και ευθύνης, ταινίες σαν το «The Post» δεν μπορούν να είναι φτιαγμένες αλλιώς παρά με τη σημασία που τους δίνει πριν απ' όλους ο δημιουργός τους, ειδικά όταν αυτός είναι ένας από τους μεγάλους εν ζωή του σινεμά.