Νέα προσθήκη στην ολοένα και πυκνότερη λίστα δραματοποίησης αυθεντικών παρασκηνίων αγώνων ταχύτητας, η πολυεθνική συμπαραγωγή των Τζέρεμι Τόμας και Ρικάρντο Σκαμάρτσιο αφηγείται την κόντρα ανάμεσα στην ιταλική ομάδα Lancia Rally 037 και τη γερμανική Audi Quattro στα χρόνια του ’80. Ξεκινά το 1982, με την ανίσχυρη αγωνιστικά Lancia αποφασισμένη να ανακτήσει τη χαμένη της αίγλη απέναντι στην παντοδύναμη Audi. Ωστόσο, δε διαθέτει ούτε τους πόρους των Γερμανών, ούτε την τεχνογνωσία τους, ούτε και τα στιβαρά τετρακίνητα αμάξια τους που αντέχουν σε παντός καιρού και τύπου έδαφος. Εχει όμως τον Τσέζαρε Φιόριο, ομαδάρχη χαρισματικό, φιλόδοξο, επινοητικό. Μένει σ’ αυτόν να βρει τρόπους να ανασυντάξει μηχανικά τα αυτοκίνητα με το χαμηλότερο δυνατό κόστος, να πείσει πλαγίως έναν αποσυρμένο άσο οδηγό να επιστρέψει στο τιμόνι και να προετοιμάσει τη φίρμα για το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι του 1983.
Ο Φιόριο προκύπτει εξαρχής και αυτόματα ως πρωταγωνιστής (αυτό θα έλειπε σε μια παραγωγή με ισχυρή ιταλική συμμετοχή που είναι και προσωπικό πόνημα του σταρ, συμπαραγωγού και συνσεναριογράφου Σκαμάρτσιο) και σχεδόν όλο το φιλμ στηρίζεται στη δράση και στην αντίδρασή του μπροστά στις προκλήσεις, τα εμπόδια, τους άλλους. Οπου οι άλλοι είναι βασικά ο επικεφαλής της γερμανικής ομάδας Ρόλαντ Γκούμπερτ (ο Ντάνιελ Μπρουλ, ο σύνθετος Νίκι Λάουντα του «Rush», εδώ σε ελεύθερη πτώση στην πλήρη σχηματικότητα), ο βετεράνος ραλίστας Βάλτερ Ρορλ (η πιο ενδιαφέρουσα πλην πιο παραμελημένα σεναριακά φιγούρα), ο ανερχόμενος Γερμανός οδηγός Ούγκο Κουρτ, μια νεαρή γιατρός που ο Φιόριο προσλαμβάνει στο τιμ και η δημοσιογράφος που τού παίρνει συνέντευξη (ο αφηγηματικός άξονας).
Επιδερμικά γραμμένοι όλοι τους, είναι απλά εργαλεία στη σκιαγράφηση του Φιόριο, όμως η κύρια αδυναμία δεν είναι εκεί: ως χαρακτήρας δε στέκεται με τίποτα ούτε ο Φιόριο. Είναι νέτα και σκέτα ο κατεργάρης που παρακάμπτει εντέχνως τους κανονισμούς και ενδιαφέρεται μονάχα για τη νίκη πάση θυσία - κάτι που επαναλαμβάνει τόσες φορές που νομίζεις πως έγινε κάποιο λάθος στο μοντάζ.
Το ίδιο μονόπατος και φλατ και στις αγωνιστικές του σκηνές, με τις περισσότερες να εκπέμπονται εκτός κάδρου μέσω του ηχητικού σχεδιασμού (θέμα μπάτζετ ή μήπως σκηνοθετικής ανεπάρκειας του Στέφανο Μορντίνι;), τούτος ο «Αγώνας για τη Δόξα» είναι βέβαιο πως θα απογοητεύσει ακόμα και τους φίλους του σπορ. Οπως και να ’χει, ωχριά σε σύγκριση με συμπαγή δράματα του είδους όπως το «Κόντρα σε Ολα» ή (ακόμα περισσότερο) το «Rush», των Τζέιμς Μάνγκολντ και Ρον Χάουαρντ αντίστοιχα, επαγγελματιών απρόσωπων μεν αλλά πάντα ευέλικτων και ικανών στο να επικοινωνούν τα θέματά τους ακόμη και στον πιο άσχετο με αυτά θεατή. Κρίμα που εδώ τίποτα δεν επικοινωνείται με κανέναν, και η εξάτμιση μένει εντελώς βουβή.