Μια ομάδα Ελλήνων δικηγόρων ξεκινούν δικαστικό αγώνα για την επιστροφή των περίφημων μνημείων. Το πρώτο βήμα γίνεται στη Βρετανία, όπου το δικαστήριο εξετάζοντας τα επιχειρήματα των μηνυτών, αποφαίνεται ότι δεν μπορεί να εκδικάσει μια υπόθεση του 19ου αιώνα εν έτει 2014. Στη συνέχεια η ομάδα καταφεύγει στο Δικαστήριο της Χάγης.
Δεν χρειάζεται να ξέρετε τίποτα περισσότερο για τον «Πρόμαχο», εκτός από το γεγονός πως είναι μια πάρα πολύ κακή ταινία. Με όλη τη σημασία της έννοιας και χωρίς κανένα μα κανένα ελαφρυντικό.
Τόσο κακή, που είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς όσα συμβαίνουν στα περίπου 90 λεπτά της - ένα θρίαμβο του ανύπαρκτου σεναρίου, της μη σκηνοθεσίας, του κακού παιξίματος και κυρίως της ακατάσχετης και προσβλητικής ανοησίας.
Γυρισμένη σαν κακό διαφημιστικό του ΕΟΤ (σχεδόν ή το ίδιο κακό με αυτό που πολυσυζητήθηκε τον τελευταίο καιρό), ο «Πρόμαχος» αφηγείται την ιστορία ενός δικηγόρου της διασποράς που εντεταλμένος από την ελληνική κυβέρνηση πιστεύει ότι έχει βρει τα τρία έγγραφα που αποδεικνύουν την κλοπή των μαρμάρων του Παρθενώνα από τους Βρετανούς.
Και σαν τον ήρωά τους, το μόνο που ενδιαφέρει τους αδελφούς Βούρχις που (ας πούμε ότι) γράφουν και σκηνοθετούν είναι να εκμεταλλευτούν τις απλόχερες άδειες που τους δόθηκαν για γυρίσματα στο Μουσείο και στο λόφο της Ακρόπολης και να εκπροσωπήσουν τον ελληνικό λαό σε ένα διαρκές αίτημα που ειρωνικά βρίσκεται σήμερα περισσότερο από ποτέ στην επικαιρότητα (βλ, και το πανηγύρι «Αμάλ Αλαμουντίν προτιμώ να με λέτε κα. Κλούνεϊ στην Αθήνα»).
Ακόμη κι αν προσπαθήσεις να χαμογελάσεις με το στόμφο με τον οποίο νομίζει ότι υποδύεται το δικηγόρο ο Παντελής Κοντογιάννης, με τα εμβόλιμα slow motion και την αρχαιολατρική μουσική ή με το γεγονός πως κάποιος πίστεψε πως είναι αληθοφανές ένας άνθρωπος να μπορεί να κάνει πρωινό τζόκινγκ ξεκινώντας από το Παναθηναϊκό Στάδιο και να φτάνει μέχρι τη... θάλασσα, την τραγική εικονογραφία των Βρετανών σαν να είναι αδίστακτα κλιμάκια των Ες Ες και την αστεία κινηματογράφηση της Αθήνας σε κρίση, το κύριο συναίσθημα που σου προκαλεί ο «Πρόμαχος» είναι η οργή.
Οχι προς το κακό σινεμά (αυτό όπως υποστηρίζουν εδώ και χρόνια οι μεγαλύτεροι δημιουργοί είναι απαραίτητο για να ξεχωρίσεις τις καλές ταινίες), ούτε προς το προφανές - ότι οι αδελφοί Κέρτε και Τζον Βούρχις δεν έχουν ιδέα τι είναι σινεμά, αλλά κυρίως απέναντι σε όλους όσους διάβασαν αυτό το σενάριο και πίστεψαν έστω σε μια λέξη από τα βαρύγδουπα φούμαρα με τα οποία είναι περιτυλιγμένος ο «Πρόμαχος» ως μια ταινία ακτιβιστική, βαθιά Ελληνική, σημαντική ως μοχλός πίεσης για το αίτημα της επιστροφής των Μαρμάρων.
Από τον Δήμαρχο Αθηναίων μέχρι τους υπεύθυνους του Μουσείου της Ακρόπολης, τα Υπουργεία που διευκόλυναν τα γυρίσματά του και όλους τους φορείς που υποστήριξαν τον «Πρόμαχο» (όλοι αναφέρονται ονομαστικά και μη στους τίτλους τέλους του φιλμ), δεν ξέρουμε ποιος πρέπει να ντρέπεται περισσότερο τώρα που αυτή η ταινία πιστεύει ότι (χωρίς να μας ζητήσει την άδεια) μπορεί να εκπροσωπεί οποιονδήποτε Ελληνα πολίτη, να κυκλοφορεί με τις ευλογίες της ελληνικής Πολιτείας και να προφασίζεται ότι βρίσκεται εδώ για να μας κάνει να αισθανθούμε υπερήφανοι.
Στην πραγματικότητα θα έπρεπε κάθε ένας από αυτούς να απολογηθεί δημόσια για την ελαφρότητα (λέγε με και ηλιθιότητα) με την οποία συνειδητά διαιωνίζει μια πραγματικά προσβλητική εικόνα της Ελλάδας - τόσο ως θεματική όσο και ως σινεμά που προφασίζεται ότι είναι διεθνές - και να αυτοτιμωρηθεί βλέποντας σε repeat τον «Πρόμαχο» για το υπόλοιπο της ζωής του.
Εξέχον παράδειγμα μιας χώρας που βρίσκεται αιώνες μακριά από τη σημερινή πραγματικότητά της και σε πολιτειακό επίπεδο αποδεικνύεται σε κάθε ευκαιρία απελπιστικά ανίδεη, ο «Πρόμαχος» ίσως είναι τελικά μια λύση για να επιστρέψουν τα μάρμαρα αν κάποιος απειλήσει τους Βρετανούς να δουν την ταινία. Είμαστε σίγουροι πως ήδη από τα πρώτα πέντε λεπτά θα πουν εξαντλημένοι το «ναι» προκειμένου να γλιτώσουν από το ωστικό κύμα της ανοησίας.
Διαβάστε ακόμη: «Πρόμαχος»: Η μαζική πλάνη γύρω από μια ταινία και μια χώρα