Το 1984 ξέσπασε στη Νότια Ουαλία, η απεργία των ανθρακωρύχων ενάντια στα σκληρά μέτρα που είχε λάβει εναντίον τους η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ. Μια ομάδα Λονδρέζων ακτιβιστών που απαρτίζεται από ομοφυλόφιλους άντρες και γυναίκες προσπάθησε τότε να συγκεντρώσει χρήματα για να υποστηρίξει τους ανθρακωρύχους και τις οικογένειές τους.

Το «Pride» - κλείσιμο του Δεκαπενθημέρου των Σκηνοθετών στο 67ο Φεστιβάλ Καννών - θα ήταν απλά ένα ακόμη άρτιο δείγμα βρετανικού κοινωνικοπολιτικού απενοχοποιημένου feelgood σινεμά, στα χνάρια του «The Full Monty» και του «Billy Elliot» που αφηγείται μια απίστευτη κι όμως αληθινή ιστορία, όταν το 1984 μια ομάδα γκέι ακτιβιστών έφτιαξαν μια οργανώση προκειμένου να συγκεντρώσουν χρήματα για τους ανθρακωρύχους κατά τη διάρκεια της μεγάλης απεργίας τους κατά των συντηρητικών πολιτικών της Θάτσερ.

Πόσο όμως τυχαίο είναι πως μια τέτοια ταινία γίνεται στα χρόνια που ο πλανήτης είναι χωρισμένος ανάμεσα σε χώρες που νομιμοποιούν τον ομόφυλο γάμο και άλλες που απαγορεύουν την ομοφυλοφιλία; Πόσο τυχαίο είναι πως μια τέτοια ταινία γίνεται στα χρόνια που η Ευρώπη της κρίσης προσπαθεί να βρει το χαμένο νόημα της αλληλεγγύης, διεκδικόντας ό,τι έχει απομείνει από τα ανθρώπινα δικαιώματα; Και πόσο τυχαίο είναι πως σε εκείνη την πρώτη θριαμβευτική προβολή του «Pride» στο Φεστιβάλ Καννών κάποιος αναφώνησε: «Ε, αυτός το κάνει καλύτερα από τον Λόουτς»;

Φυσικά και δεν υπάρχει κανένας λόγος να συγκρίνει κανείς τον Κεν Λόουτς με τον Μάθιου Γουόρκας - η αφορμή για το σχόλιο ήρθε επειδή σε μια αίθουσα του εργατικού κέντρου μιας επαρχιακής πόλης στην Ουαλία ένας γκέι σοκάρει και ταυτόχρονα ξετρελαίνει το πλήθος χορεύοντας ξέφρενη ντίσκο, σε μια σκηνή που συμπυκνώνει την επανάσταση στο συντηρητισμό, την ίδια εποχή που ο Κεν Λόουτς έκανε κάτι ανάλογο στο δικό του «Jimmy's Hall».

Ο Μάθιου Γουόρκας βρίσκεται στην ευθεία γραμμή των υπέροχων σκηνοθετών του βρετανικού θεάτρου, με πλούσια προϋπηρεσία στη σκηνή και πρόσφατη την τοποθέτηση του ως καλλιτεχνικού διευθυντή του Old Vic, αντικαθιστώντας τον Κέβιν Σπέισι. Και το απόλυτα σημερινό «Pride» του, είναι εκτός από τη δεύτερη ταινία του μέσα σε 15 χρόνια (για όποιον θυμάται το «Simpatico» του 1999) και ένα τέλειο δείγμα δραματικής κομεντί «του BBC» (με την καλή έννοια, πάντα) που έχει φτιαχτεί για να επιβεβαιώσει το πόσο σπουδαίοι είναι οι Βρετανοί ηθοποιοί στο ensemble cast (ο Μπιλ Νάι δεν θα σταματήσει ποτέ να είναι σπαρακτικός και η Ιμέλντα Στόντον ακούραστα απολαυστική) και πως μέσα από μια ελαφρότητα που αποφεύγει έξυπνα τις πολύ δραματικές στιγμές μπορείς να μιλήσεις για τα πιο σοβαρά πράγματα, όπως την αλληλεγγύη, την ενότητα, την ανάγκη του ακτιβισμού - αν θέλουμε κάποια στιγμή να αλλάξει αυτός ο κόσμος.

Ο Γουόρκας το κάνει τόσο στρογγυλεμένα όσο απαιτείται για να μπορεί το «Pride» να απευθυνθεί σε όσο το δυνατον μαζικότερο κοινό και ακριβώς εκεί βρίσκεται ο δικός του «ακτιβισμός», το δικό του homage στην γκέι κουλτούρα, η δική του επιστροφή στα πρώτα σκοτεινά χρόνια του AIDS, η δική του συμβολή στην αέναη διεκδίκηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, η δική του ματιά πάνω στην εργατική τάξη και τις μειονότητες, η δική του ανθρώπινη σοσιαλιστική τοποθέτηση πάνω στην Αγγλία και τη μπερδεμένη Ευρώπη του σήμερα.

Ενα ξέφρενο crowd pleaser - γεμάτο από new wave και ντίσκο anthems της εποχής, αλλά και μικρές προσωπικές ιστορίες που δεν εξαντλούνται αλλά προσθέτουν στο χάρτη μιας χώρας, τότε ανήλικης για ομοφυλόφιλους - που όταν τελειώνει σε κάνει να χειροκροτάς από ενθουσιασμό και να κλαις από συγκίνηση, είτε είσαι «αδερφή», είτε «παλικάρι», για να αναφερθούμε στη λαϊκή ρήση που αναρωτιόμαστε πότε επιτέλους θα μας βρει οριστικά «μαλλιά κουβάρια», το «Pride» κοιτάζει περήφανα το σινεμά του Κεν Λόουτς με τη ματιά ενός αυθεντικά λαϊκού σινεμά, ολοκληρώνοντας μια αληθινή ιστορία που δεν θα πίστευες ποτέ ότι θα μπορούσε να έχει συμβεί.

Αναγκαία να ειπωθεί σήμερα περισσότερο από ποτέ, ταυτόχρονα ως παράδειγμα κοινωνικής θέσης και ως κινηματογραφικής επί-θεσης.

Διαβάστε ακόμη: