Στις 16 Αυγούστου του 1819, λίγα χρόνια μετά τη λήξη των Ναπολεόντειων Πολέμων, στο St. Peter’s Field του Μάντσεστερ έλαβε χώρα μια από τις μεγαλύτερες σφαγές στην ιστορία της αγγλικής ιστορίας, όταν το ιππικό επιτέθηκε σε πλήθος αρκετών δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, κυρίως μέλη της εργατικής τάξης αλλά και εκπροσώπους του τύπου, σουφραζέτες και μέλη οργανώσεων που μάχονταν για τα δικαιώματα του απλού λαού (οι μαρτυρίες της εποχής ανέφεραν ότι παρόντες ήταν 60.000 με 80.000 άνθρωποι), οι οποίοι είχαν συγκεντρωθεί ειρηνικά για να ζητήσουν μεταρρυθμίσεις που θα εξασφάλιζαν τη δίκαιη εκπροσώπησή τους στη Βουλή.

Παρά τον σοκαριστικό απολογισμό της αιματηρής επίθεσης, το γεγονός δεν είχε άμεσο αποτέλεσμα στον αγώνα για τις μεταρρυθμίσεις, κίνησε όμως την προσοχή του Τύπου και θεωρήθηκε ένα από τα πιο καθοριστικά γεγονότα της εποχής, όσο κι αν πέρασε καιρός μέχρι να αποκαλυφθεί πλήρως το μέγεθος της τραγωδίας.

Το ίδιο το «μακελειό του Peterloo», όπως ονομάστηκε το γεγονός, συνδυάζοντας την ιστορική ήττα του Βατερλό με την ονομασία της τοποθεσίας όπου έλαβε χώρα η σφαγή στο Μάντσεστερ, αποτελεί και την κορύφωση της ταινίας του Μάικ Λι, μια κορύφωση που έρχεται αργά αλλά μεθοδικά για να ξεσπάσει στη μεγάλη οθόνη σε όλη της τη φρίκη, την παράνοια και τον πανικό. Ο Μάικ Λι δε διστάζει να αποτυπώσει τη βία, δεν αγνοεί τον αποπροσανατολισμό της στιγμής, ούτε αποφεύγει να ενσωματώσει σχεδόν slapstick στοιχεία στη μάχη, υπογραμμίζοντας πως τα θύματά του δεν είναι στρατιώτες αλλά απλοί άνθρωποι που ρίχνονται άτσαλα στη μάχη. Η σφαγή στο Peterloo διαρκεί σχεδόν σαράντα λεπτά και κάθε ένα από αυτά κρύβει ένα μικρό σοκ, μια δραματική λεπτομέρεια κι ένα ειρωνικό σχόλιο για την αιτία και το αποτέλεσμα της μάχης.

Μόνο που η αποτύπωση του μακελειού δεν είναι ο αυτοσκοπός της ταινίας, καθώς κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ωρών της, ο Μάικ Λι ρίχνει την, ως γνωστόν, λεπτομερή ματιά του στις συνθήκες που οδήγησαν στην τραγωδία, ξεκινώντας από τον απόηχο της μάχης του Βατερλό και τις συνθήκες ανεργίας και οικονομικής ανέχειας που ακολούθησαν, για να αποτυπώσει σταδιακά και με ενέσεις καυστικού μαύρου χιούμορ τον αναβρασμό που σταδιακά οδήγησε στην ανάγκη για αντίδραση. Είναι μια προσέγγιση που εύκολα μπορεί να θεωρηθεί πληθωρική, και ίσως υπερβολικά φλύαρη, όμως ο Μάικ Λι συνειδητά αφήνει τον κάθε χαρακτήρα και κατ’ επέκταση την κοινωνική του τάξη να κάνει σαφή τη θέση του, συμπληρώνοντας σταδιακά ένα πλήρες ψηφιδωτό που, όσο κι αν τοποθετεί στο λευκό και το μαύρο του ήρωές του, δεν παύει να δημιουργεί ένα σύνθετο κοινωνικό πορτρέτο γεμάτο αληθινούς ανθρώπους.

Με προσοχή στη γλώσσα της εποχής, στις καθημερινές συνήθειες, στις οικογενειακές αρχές αλλά και στα χαρακτηριστικά της ίδιας της βρετανικής κοινωνίας, το «Peterloo» είναι κάτι περισσότερο από την αποτύπωση μιας βίαιης στιγμής στην ιστορία αλλά ακόμα μία ματιά στην ιστορία της Αγγλίας με τον τρόπο του Μάικ Λι, εκείνου που κοιτά πίσω από τα ίδια τα γεγονότα για να ανακαλύψει στις λεπτομέρειες τις μεγαλύτερες αλήθειες. Είναι αλήθεια ότι ο Μάικ Λι δεν κάνει κάτι διαφορετικό, ούτε ξεπερνά τον εαυτό του. Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς ότι παρασύρεται από τον ενθουσιασμό του χωρίς να έχει έλεγχο του μέτρου ή του ρυθμού του. Ομως ο δρόμος για το αναπόφευκτο φινάλε του «Peterloo» είναι γεμάτος μικρές στιγμές ζωής και αληθινές στιγμές γνήσιου κοινωνικού σινεμά που είναι εύκολο να του συγχωρεθεί μια κάποια αμετροέπεια, ειδικά όταν καταφέρνει να αποσπά από τους (πολλούς, πάρα πολλούς) ηθοποιούς του ερμηνείες που ισορροπούν ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα.

Στο τέλος, αυτό που γίνεται εμφανές είναι ότι ο Μάικ Λι δεν εγκαταλείπει ποτέ την κοινωνική ματιά του, ανεξάρτητα από την εποχή που μπορεί να διαδραματίζεται η κάθε ιστορία του. Για τον ίδιο, το Peterloo δεν αποτελεί μια μακρινή στιγμή της ιστορίας αλλά ένα ιστορικό μάθημα που αξίζει να θυμάται κάθε ήρωας της υπόλοιπης, εξίσου κοινωνικής, φιλμογραφίας του. Ο τρόπος που αφηγείται την ιστορία του είναι άμεσος, παθιασμένος και γεμάτος έντονες ομιλίες από ανθρώπους που ορθώνουν περήφανα το ανάστημά τους. Κι ας απουσιάζουν οι αφηγηματικές εκπλήξεις. Κι ας είναι προδιαγεγραμμένη από την αρχή η δομή και κατάληξη της ταινίας. Στο σινεμά του Μάικ Λι μπορεί να μη χωρούν πολλές εκπλήξεις, όμως οι δυνάμεις της κινηματογράφησής του παραμένουν μόνιμα σταθερές. Και αυτό δεν είναι καθόλου αμελητέο κατόρθωμα.