Κατά τη διάρκεια του πιο αιματηρού πόλεμου στην ιστορία της ανθρωπότητας, ένας στρατιώτης καταφτάνει σ’ ένα εγκαταλειμμένο μοναστήρι αναζητώντας τον πατέρα του. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της παραμονής του εκεί, του γεννάται η υποψία πως οι ειρηνιστές επισκέπτες του χώρου ίσως γνωρίζουν κάτι για τον πατέρα του.
Η εκκίνηση του «Προφήτη», της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του Δημήτρη Πούλου, είναι μέχρι και αξιοθαύμαστη σε μια ελληνική παραγωγή που μόνο σπάνια αποπειράται να φλερτάρει με το σινεμά του φανταστικού.
Τοποθετημένο σε ένα άχρονο σύμπαν (παρελθόν, παρόν, μέλλον;), σε μια γεωγραφική θέση που θα μπορούσε να βρίσκεται στην Ελλάδα ή και σε οποιαδήποτε μέρος στον κόσμο και γραμμένο σαν να βασίζεται ταυτόχρονα σε ένα ογκώδες μυθιστορηματικό έπος ή απλά ένα κόμικ, το ντεμπούτο του Δημήτρη Πούλου αφηγείται την ιστορία ενός νεαρού στρατιώτη που φτάνει πληγωμένος σε ένα μοναστήρι κατά τη διάρκεια της αναζήτησης του πατέρα του. Εκεί θα τον περιθάλψει μια ομάδα μοναχών / πασιφιστών (δύο σοφοί άντρες μεγαλύτερης ηλικίας και ένας μαθητευόμενος μικρός) που αρνούνται να εμπλακούν στον πόλεμο που διαδραματίζεται γύρω τους, περνώντας τις μέρες τους με διάβασμα και εργασία στη φύση και οι οποίοι σταδιακά θα αποκαλύψουν στον φιλοξενούμενό τους τα μυστικά που θέλει διακαώς να μάθει.
Οι συμβολισμοί που θέλουν τον νεαρό στρατιώτη να είναι ένας νέος Μεσσίας σε αναζήτηση του πατέρα του και το ίδιο το φιλμ να λειτουργεί ως μια παραβολή - πυξίδα για το που μπορείς να βρεις το δρόμο σου, όταν έχεις χαθεί μέσα στο (σύγχρονο) χάος (βλ, και σημερινή οικονομική κρίση) είναι σαφείς. Οσο σαφής είναι και η προσπάθεια του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη να χτίσει ένα οικοδόμημα που να θυμίζει ένα περίπου αρχέγονο μύθο και να μην προδωθεί στην επική του διάθεση από την όποια έλλειψη χρημάτων.
Σαφής είναι και η προσπάθεια του πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη να χτίσει ένα οικοδόμημα που να θυμίζει ένα περίπου αρχέγονο μύθο και να μην προδωθεί στην επική του διάθεση από την όποια έλλειψη χρημάτων.»
Και οι δύο αυτές προθέσεις ευοδώνονται, αφού ο Πούλος καταφέρνει να κάνει πειστική τη «φανταστική» χωρο-χρονοθεσία της ιστορίας του (τον βοηθάει σε αυτό η σχεδόν σέπια φωτογραφία αλλά, το εξαιρετικό φυσικό σκηνικό του μοναστηριού γύρω από το οποίο εξελίσσεται, η προσεγμένη, λιτή και λειτουργική δουλειά στα σκηνικά και τα κοστούμια) αλλά και το μυθικό πλαίσιο της παραβολής του.
Aφαιρώντας του οποιαδήποτε ανάλαφρη ή κωμική νότα θα το έκανε να μοιάζει πραγματικά σαν ένα κινηματογραφημένο κόμικ (και άρα απείρως πιο λειτουργικό) αλλά και υπερφορτώνοντάς το με ένα σενάριο που αποτελείται αποκλειστικά και μόνο από στην πλειονότητά τους αχρείαστα και στομφώδη γνωμικά περί ανδρισμού, ειρήνης, ηθικής, τιμής και λοιπών (χαμένων) αξιών, που μπορεί να προέρχονται από πηγές όπως ο «Προφήτης» του Χαλίλ Γκιμπράν, αλλά αυτό δεν τα κάνει απαραίτητα... κινηματογραφικά.
Σε αυτό το σημείο δεν τον βοηθούν και οι ηθοποιοί του, που με εξαίρεση την απόλυτα ταιριαστό με το ύφος των διαλόγων παρουσία του Μενέλαου Χαζαράκη (στο ρόλο του μυστηριώδους ηγέτη μοναχού του μοναστηριού), αποδεικνύονται από το ίδιο υπερβολικά σοβαροί όσο και το ίδιο το φιλμ, μέχρι και εκτός τόπου και χρόνου, ξύλινοι και θεατρικοί στην εκφορά του λόγου αλλά και πολλές φορές (κατά λάθος;) αστείοι.
Διακόπτωντας έτσι συνεχώς τη ροή μιας ταινίας που τελικά, όταν τελειώνει, σε κάνει να αναρωτιέσαι περισσότερο για την υπόσχεση που δίνει ο δημιουργός της και για τις όποιες cult διαστάσεις της, παρά για το αν ο Μεσσίας που θα μας δείξει την έξοδο κινδύνου από το χάος είναι πρωτίστως κάποιος που βρίσκεται μέσα μας.