1963, Παρίσι. Μία πολυμελής οικογένεια Εβραίων που έχει μεταναστεύσει στη Γαλλία από το Μαρόκο καλωσορίζει το νεότερο μέλος της, το οποίο γεννιέται με ραιβοϊπποποδία. Η μητέρα του αρνείται πεισματικά να αναγνωρίσει την αναπηρία του γιου της, αποφεύγοντας ακόμη και την παραπάνω γλωσσική επιλογή όταν αναφέρεται σε αυτήν, στάση που θα διατηρήσει μέχρι το τέλος της ζωής της, πότε διευκολύνοντας και πότε επιβαρύνοντας σημαντικά τη ζωή του (μικρού) Ρολάν.
Τα χρόνια περνούν. Οσο η Σιλβί Βαρτάν εξελίσσεται σε μία από τις πιο εμβληματικές τραγουδίστριες του γαλλικού στερεώματος, ο μικρόκοσμος της οικογένειας Πέρεζ βιώνει τα δικά του (καθημερινά) θαύματα, επαληθεύοντας την άτυπη κοσμική αρχή που καθιστά τη ζωή την πιο παράδοξη και σουρεαλιστική συνθήκη όλων. Ενίοτε περισσότερο κι από το ίδιο το σινεμά.
Ξέρεις ότι το Καλοκαίρι έχει πλέον μπει για τα καλά όταν βλέπεις ταινίες σαν το «Και ο Θεός Επλασε τη Μητέρα» να πραγματοποιούν την άφιξή τους στα θερινά. Κάθε χρόνο, με το που ο υδράργυρος σημειώσει άνοδο, αναρίθμητες γαλλικές παραγωγές με εύπεπτο, (κουραστικά) πρωτοεπίπεδο στόρι, και κωμική διάθεση (ή/και πυρήνα), τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά των οποίων λειτουργούν ως προτερήματα για μία - πολύ συγκεκριμένη - μερίδα του κοινού και συγχρόνως ως εφιάλτης για μία άλλη, κάνουν την εμφάνισή τους στη μεγάλη οθόνη.
Το τι αντικατοπτρίζει το παραπάνω φαινόμενο για την κατάσταση του εγχώριου κοινού είναι μέρος μίας μεγαλύτερης συζήτησης. Ωστόσο, στην περίπτωση του φιλμ του Κεν Σκοτ, το οποίο βασίζεται στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που έγραψε ο Ρολάν Πέρεζ, έρχεται να επιβεβαιώσει πως μία φόρμα τύπου «The Wonder Years», ένα (μελο)δραματικά φορτισμένο σενάριο και η νοσταλγική διάθεση που φέρει εγγενώς η απεικόνιση παλαιότερων δεκαετιών είναι συστατικά-κλειδιά που αποζητά η ελληνική διανομή. Και παρόλο που η ταινία τα υπηρετεί, δεν το πετυχαίνει σε βαθμό που θα την καθιστούσε αξιομνημόνευτη.
Παρά την εξωπραγματική φύση της ζωή του Πέρεζ, παρά την εμφάνιση της ίδιας (!) της θρυλικής Σιλβί Βαρτάν και παρά την (κυριολεκτικά) μυθιστορηματικής διάστασης διασταύρωση των δρόμων τους, το «Και ο Θεός Επλασε τη Μητέρα» εγκλωβίζεται σε όλα τα πιθανά κλισέ που συνοδεύουν τους όρους της ύπαρξής του. Και κάπως έτσι, αυτό που ξεκινά ως μία ενδιαφέρουσα σπουδή πάνω σε όψεις της μητρότητας, γρήγορα μετατρέπεται σε μία ναι μεν καλογυρισμένη, αλλά κυρίως αδιάφορη ταινία, όπου η οποιαδήποτε διάθεση για προέκταση εξαντλείται στην απλή αναφορά του εκάστοτε θέματος.