Ο Τσάρλι Μόρντεκαϊ είναι εκκεντρικός. Βρετανός αριστοκράτης, με την έπαυλη και τη Ρολς του, με την πανέμορφη γυναίκα του και το περιποιημένο μουστάκι του που σπέρνει από τρόμο ως αηδία στον περίγυρο. Ο Τσάρλι γνωρίζει κι αγαπάει την τέχνη, ενίοτε επωφελείται κι από ορισμένες αγοραπωλησίες κάτω από το τραπέζι. Τώρα, κατά παραγγελία της βρετανικής κυβέρνησης, πρέπει να γυροφέρει τον πλανήτη σε αναζήτηση ενός κλεμμένου Γκόγια που φημολογείται ότι κρύβει στοιχεία για τον χαμένο θησαυρό των Ναζί. Ο Τσάρλι θ’ αποδεχτεί την πρόκληση, με τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες, βαλκάνιους τρομοκράτες και ζάπλουτους Αμερικανούς στο κατόπι, με την προστασία του πιστού του υπηρέτη, Τζοκ και διακινδυνεύοντας στην πορεία τη σύζυγό του που πολιορκεί ο ανταγωνιστής του, επιθεωρητής Μάρτλαντ.

Βασισμένος στο κωμικό μυθιστόρημα μυστηρίου «Don't Point That Thing at Me» του Κίριλ Μπονφιλιόλι, ο Ντέιβιντ Κεπ θέλει να κάνει μια ταινία στο σταυροδρόμι του «Ροζ Πάνθηρα» και του «Πώς να Κλέψετε Ενα Εκατομμύριο Δολάρια». Εκεί όπου πετυχαίνει είναι στον κοσμοπολίτικο αέρα του φιλμ, που ταξιδεύει με άνεση και κομψότητα ανάμεσα σε πολυτελή σημεία του πλανήτη, κερδίζοντας γοητεία από τον κόσμο της τέχνης, τα έργα, τους συλλέκτες και τις δημοπρασίες. Κι εκεί κάπου σταματά η επιτυχία.

Ο Τζόνι Ντεπ που, ως Τσάρλι Μόρντεκαϊ, επωμίζεται τον κεντρικό χαρακτήρα-εύρημα της ταινίας, παίζει, με την υπερεπιτηδευμένη αγγλική του προφορά, στο ζενίθ της μανιέρας και της καρικατούρας όπου μας έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Ο δικός του ήρωας δεν είναι εκκεντρικός, αλλά ο βασιλιάς του μορφασμού και της υστερίας. Δίπλα του, η Γκουίνεθ Πάλτροου, εξαιρετικά καλοντυμένη κι ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ σε ρόλο σχεδόν αμελητέο, διεκπεραιώνουν χωρίς κέφι και χωρίς ταμπεραμέντο, ενώ ο Πολ Μπέτανι μοιάζει να διασκεδάζει με την ευκαιρία να κάνει κωμωδία. Το μυστήριο της ιστορίας είναι εξαρχής προφανές, παρότι το νόημα δε βρίσκεται καν εκεί.

Η πρόθεση της ταινίας είναι μια ανάλαφρη, στιλάτη κωμωδία παλαιού τύπου και, απλώς, δεν είναι αστεία. Ο ρυθμός δεν υπάρχει, οι ατάκες είναι τόσο στημένες που αυτο-υπονομεύονται, η φάρσα δεν απογειώνεται και το χαμόγελο δε σκάει σε μια ταινία που, με άλλον πρωταγωνιστή, θα μπορούσε να είναι τουλάχιστον διασκεδαστική. Καλά που υπάρχει και η Ολίβια Μαν στο δεύτερο μέρος σε ρόλο νυμφομανούς σεξοβόμβας για να κλέψει, εύκολα, την παράσταση.

Διαβάστε ακόμη: