Μια αστυνομική έρευνα γίνεται διερεύνηση της ρουμανικής κοινωνίας κι ακόμα μεγαλύτερα: της ανθρώπινης ψυχής, της σχέσης της με τον Θεό, με τον συνάνθρωπο, με το παρελθόν και το μέλλον, στη νέα ταινία του Απέτρι, δεύτερο μέρος μιας άτυπης τριλογίας που ξεκίνησε με το «Unidentified» και συνεχίζει κερδίζοντας βάθος και ενδιαφέρον.

Η Κριστίνα έχει ένα πανέμορφο πρόσωπο, πλαισιωμένο από μια μαύρη μαντίλα που ενώνεται με τα μαύρα της ρούχα: τη συναντάμε στο μοναστήρι, άρα προφανώς είναι καλόγρια. Η Κριστίνα θα φύγει από το μοναστήρι, με το ταξί, για να πάει στο νοσοκομείο. Πάσχει, λέει, από πονοκεφάλους, αλλά τότε γιατί πηγαίνει στη γυναικολογική κλινική; Η επιστροφή της Κριστίνα δεν θα καταλήξει αναμενόμενα. Την πορεία της κι αυτό που της συνέβει (κανέα spoiler γιατί η ταινία έχει αληθινά συναρπαστικές ανατροπές), θ' αρχίσει να ερευνά ο αστυνομικός Μάριους, διερευνώντας, ταυτόχρονα, την κοινωνία που την περιτριγύρισε.

Το καθετί στην ταινία του Απέτρι είναι αινιγματικό αλλά, τελικά, απολύτως δικαιολογημένο. Τα μεγάλα πλάνα που, ωστόσο, κρύβουν μέσα τους στοιχεία που αργότερα αποκτούν το νόημά τους. Η οπτική της κάμερας που, ασυναίσθητα, αποκαλύπτει το βλέμμα ενός ήρωα αλλά όχι απαραίτητα ολόκληρη την εικόνα της αλήθειας. Ψηφίδα με την ψηφίδα, καθώς ο Μάριους συλλέγει στοιχεία, μαζί του τα συλλέγει κι ο θεατής, για να μπορέσει να τα ενώσει και να κατανοήσει τι έχει συμβεί, μόνο στο τέλος της ταινίας. Εν τω μεταξύ, βέβαια, έχει κατανοήσει πράγματα που ενδιαφέρουν τον Απέτρι περισσότερο από το μυστήριο: την ανθρώπινη κατάσταση στο σύγχρονο κόσμο, την καχυποψία απέναντι στην αθωότητα, τον κυνισμό απέναντι στο Θείο, τη δυσπιστία απέναντι στον ανθρωπισμό.

Μακριά από το (όχι πια τόσο) νέο ρουμάνικο κύμα, πιο κοντά σ' ένα βαθειά σκεπτόμενο αμερικανικό whodunnit με βαλκανική αισθητική και καρδιά, η ταινία του Απέτρι αναρωτιέται, τελικά, αν στον 21ο αιώνα υπάρχει χώρος για θαύματα. Η απάντηση, όπως και για τη μοίρα της Κριστίνα, υπάρχει μέσα στα ίδια τα πλάνα της ταινίας, αρκεί κανείς να ξέρει πού να κοιτάξει.