Σε ένα μικρό ξέφωτο, τα απομεινάρια ενός πικ-νικ θα γίνουν η αιτία για τον πόλεμο που θα ξεσπάσει ανάμεσα σε δύο φυλές μυρμηγκιών. Μία γενναία πασχαλίτσα θα βρεθεί στη μέση αυτής της μάχης. Θα βοηθήσει τα μαύρα μυρμήγκια να σώσουν τη φωλιά τους από την επίθεση των κόκκινων μυρμηγκιών.
Οι Ελέν Ζιρόντ και Τομά Ζαμπό πειραματίστηκαν αρκετά με την τέχνη του animation συνδυάζοντάς τη με live action σκηνές στην τηλεοπτική τους σειρά όπου πρωταγωνιστούσαν μικρά χαριτωμένα έντομα. Ετσι αυτό το πείραμα αποφάσισαν να τελειοποιήσουν μεταφέροντας το σε μεγαλύτερη κλίμακα, αυτή της μεγάλης οθόνης.
Κι εδώ είναι που η δουλειά του αναδεικνύεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τουλάχιστον οπτικά. Από την αρχή είναι δύσκολο να μην ερωτευτεί κάποιος τους γλυκύτατους πρωταγωνιστές της ταινίας με τα υπέροχα μεγάλα εκφραστικά τους μάτια και τους περίεργους ήχους τους καθώς πετούν ή παρελαύνουν μπροστά από πανέμορφα μέρη της γαλλικής υπαίθρου. Αντίθετα με τις μεγάλες χολιγουντιανές παραγωγές της Pixar ή της DreamWorks, οι Ζιρόντ και Ζαμπό χρησιμοποιούν μια πιο απλή προσέγγιση στην ταινία τους χωρίς κάποιο καστ αστέρων να δανείζει τις φωνές τους και χωρίς τον παραμικρό διάλογο, αλλά χρησιμοποιώντας αστείους ήχους όπως καραμούζες και κόρνες για όταν χρειάζεται να «μιλήσει» κάποιο από τους πρωταγωνιστές του.
Ακόμα και το στόρι και το χιούμορ του ταιριάζει με την απλοϊκότητα του animation των χαρακτήρων του και της ανάλαφρης, κατά κάποιον τρόπο καρικατουρίστικης, αισθητικής της. Αλλά μέσα στα 90 λεπτά η ιστορία, και το ενδιαφέρον, ξεφτίζει μετά το δεύτερο μισό και η υπερβολική αυτή γλυκύτητα που έχει κατακλύσει την μεγάλη οθόνη νιώθεις πως σε λιγώνει. Φαίνεται πως οι Ζιρόντ και Ζαμπό δεν είχαν συνειδητοποιήσει πως χρειάζονταν να αναβαθμίσουν την ιστορία τους ταυτόχρονα με το οπτικό κομμάτι.
Μπορεί να μην χτυπάει τις κατάλληλες νότες κάθε στιγμή, αλλά ακόμη κι έτσι το φιλμ είναι αρκετά διασκεδαστική περιπέτεια όπου αξίζει μια θέση στην ιστορία του συγχρόνου animation. Και χωρίς να ξεστομίσει ούτε μια λέξη, καταφέρνει να προκαλέσει περισσότερα, και ίσως και τα πιο αυθεντικά, γέλια.
Χρήστος Μπακατσέλος