Το 1987, ο προπονητής Γουάιτ εγκαθίσταται με τη γυναίκα και τις δυο κόρες του στην κωμόπολη ΜακΦάρλαντ στην Καλιφόρνια κι αναλαμβάνει τη σχολική ομάδα στίβου. Είναι όλα τους παιδιά Λατινοαμερικανών μεταναστών, κυρίως αγροτών βιοπαλαιστών, με μια κουλτούρα και συνθήκες ζωής που βρίσκουν τον Γουάιτ ξένο. Τα παιδιά αυτά, όπως ο Γουάιτ μαθαίνει από νωρίς, είναι «αόρατα», στην κοινότητα και στο κράτος, εργάτες της γης χωρίς άλλες δυνατότητες ή φιλοδοξίες. Ωστόσο, η επιμονή του, τα ιδανικά του Γουάιτ, που γρήγορα τα παιδιά θ' αρχίσουν να φωνάζουν ειρωνικά και τρυφερά «Blanco» και η ελπίδα που θα τους εμπνεύσει θα διαμορφώσουν μια ομάδα με απρόσμενη επιτυχία αλλά και μ’ ένα φρέσκο ενθουσιασμό για την πραγματοποίηση του αμερικανικού ονείρου.
Η Νεοζηλανδή σκηνοθέτης ταινιών όπως «Το Σημάδι της Φάλαινας» και το «North Country» μεταφέρει στο σινεμά μια πραγματική κι αρκετά πρόσφατη ιστορία, με αδιαμφισβήτητη εξιδανίκευση, αλλά και μ’ ένα μεταδοτικό συναισθηματισμό. Οι σκηνές των προπονήσεων των αγοριών, η αφορμή να τους αποδεχτούν οι οικογένειές τους που ως τότε τους υπολογίζουν περισσότερο ως εργατικά χέρια, η συνειδητοποίηση της «λευκής» οικογένειας του Γουάιτ ότι έχει ανακαλύψει έναν τόπο με αληθινή αγάπη κι αλληλεγγύη, μέχρι και οι, αναμενόμενοι, μεσότιτλοι στο τέλος της ταινίας που αφηγούνται πώς εξελίχθηκε (θεαματικά) η ζωή του καθενός από την ομάδα του ΜακΦάρλαντ, βρίσκουν το θεατή κάπου ανάμεσα στον εμετό από υπεργλυκαιμία και στην ειλικρινή, αφοπλιστική συγκίνηση.
Ο Κέβιν Κόστνερ αναλαμβάνει με ευκολία ένα ρόλο που του ταιριάζει γάντι και στον οποίο φέρνει τη σιωπηλή του δύναμη και κλασική αρετή, παρά τα ξανθομελί βαμμένα μαλλιά του. Το σενάριο έχει πιο αμερικανική προσέγγιση της επιτυχίας και του happy end κι από την ίδια την αστερόεσσα, όμως το φιλμ, με σχετική σκηνοθετική αυτοσυγκράτηση και μια τρυφερή αφέλεια, προσφέρει μια αθώα, ελαφρώς εκπαιδευτική, αγνά συναισθηματική ψυχαγωγία για όλη την οικογένεια.