Από το πρώτο μόλις πλάνο του «Μαρλίνα, Η Δολοφόνος σε Τέσσερις Πράξεις» οι αναφορές στο είδος του γουέστερν είναι σαφείς. Από τα εντυπωσιακά κάδρα της αχανούς ερημιάς μέχρι την μουσική υπόκρουση που παραπέμπει σε Μορικόνε (με ένα μικρό ινδονησιακό τουίστ) και από την αίσθηση δικαίου μέσα στην ανομία μέχρι την ίδια την ηρωίδα έφιππη στο δρόμο που χαράζει, τα πάντα θυμίζουν Αγρια Δύση σε όλη την αυστηρή, επιβλητική της μορφή.

Μόνο που η ταινία της Μούλι Σουρία δεν έχει να κάνει με την Αγρια Δύση αλλά με τους έρημους λόφους του νησιού Σούμπα της Ινδονησίας, όπου η Μαρλίνα, η ηρωίδα της ταινίας, προσπαθεί να επιβιώσει μετά το θάνατο του άντρα της εκτρέφοντας ζώα. Οταν μια συμμορία εισβάλει στο σπίτι της με στόχο όχι μόνο την κλοπή των ζώων της αλλά και την δική της κακοποίηση, η ίδια αντεπιτίθεται. Δηλητηριάζει κάποια από τα μέλη της συμμορίας, αποκεφαλίζει τον αρχηγό τους και ξεκινά με λάφυρο το κεφάλι του μια πορεία προς το αστυνομικό τμήμα για να δηλώσει το συμβάν.

Η διαδρομή της είναι μια πορεία προς την δικαιοσύνη, την εξιλέωση και τελικά την χειραφέτηση, ξεπερνώντας τα στενά όρια μιας ιστορίας εκδίκησης. Η Μαρλίνα δεν έχει να αντιμετωπίσει κάτι χειροπιαστό παρά στέκεται απέναντι στους ορισμένους ρόλους μιας κοινωνίας που, σχεδόν σίγουρα, δεν είναι με το μέρος της, σε μία αφήγηση που ταυτίζει την αυστηρότητα του τοπίου με την τραχύτητα των ίδιων των ανθρώπων.

Η Μούλι Σουρία εμπνέεται την ηρωίδα της από το κομμάτι της τοπικής κουλτούρας που τοποθετεί την γυναίκα είτε στην κουζίνα είτε στο κρεβάτι και το σύνολο των δεύτερων ρόλων ουσιαστικά αναδεικνύουν τα κοινωνικά πρότυπα μέσα στα οποία καλείται να επιβιώσει η Μαρλίνα. Κάθε μέλος της συμμορίας, κάθε γυναίκα που συναντά στο δρόμο της, κάθε πρόσωπο που κάποιο τρόπο βρίσκεται στον περίγυρο της ηρωίδας αποτελεί κι ένα σύμβολο κοινωνικής συμπεριφοράς που μεγεθύνεται μέσα στο πλαίσιο μιας ταινίας που πρέπει να ορίσει ξεκάθαρα τους καλούς και τους κακούς της υπόθεσης.

Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η ταινία να πετυχαίνει ως genre movie, επιδεικνύοντας και σατανικούς κακούς, και μια επίμονη ηρωίδα, και μια ενδιαφέρουσα συνοδοιπόρο και πολλές μικρές σκηνές γενναίας δόσης βίας, όλα πιστά στο πνεύμα ενός κλασικού γουέστερν αλλά και μιας σύγχρονης επανερμηνείας του, στα πρότυπα που όρισε ο Κουέντιν Ταραντίνο (συμπεριλαμβανομένων και των κεφαλαίων στα οποία χωρίζει συνήθως την ανάπτυξη των σεναρίων του).

Αυτό όμως ταυτόχρονα σημαίνει ότι οι χαρακτήρες αναπόφευκτα στερούνται βάθους, καθώς κάθε ένας υπάρχει στην αφήγηση για να συμβολίσει κάτι πολύ συγκεκριμένο. Η τοποθέτησή τους αλλά και ο χειρισμός τους θυμίζει τους ήρωες μιας φολκλόρ αφήγησης όπου η κάθε πράξη οδηγεί σε κάποιο ηθικό δίδαγμα, κάθε εξέλιξη κρύβει από πίσω μια κοινωνική αλήθεια και κάθε καλό ή κακό σχεδόν αυτόματα ορίζει και την μοίρα του κάθε ανθρώπου.

Η επιτυχία ωστόσο έγκειται στο γεγονός ότι η Σουρία αφηγείται την «Μαρλίνα» της με αφοσίωση και πίστη στην ηρωίδα της (η Μάρσα Τίμοθι είναι όσο εκφραστική αλλά λιγομίλητη θα περίμενε κανείς από έναν ήρωα ταινίας γουέστερν), χωρίς να διστάσει να σπάσει τον ρεαλισμό με μερικές απρόσμενες σουρεαλιστικές πινελιές (όπως το ακέφαλο φάντασμα με ταλέντο στην μουσική) ή να επενδύσει σε μια σκοτεινή αίσθηση του χιούμορ που ταιριαστά προστατεύει την ταινία από το να γίνει υπερβολικά πομπώδης.

Γιατί μπορεί τελικά το «Μαρλίνα, Η Δολοφόνος σε Τέσσερις Πράξεις» να είναι ένα φιλμ που επιλέγει μεν να κατηγοριοποιήσει αυστηρά τους ήρωές του, το κάνει όμως με την λογική μιας λαϊκής αφήγησης που οφείλει να κάνει σαφή τη θέση αλλά και την νουθεσία της. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, είναι εύκολο να συγχωρήσει κανείς ορισμένες αφηγηματικές επιλογές, ειδικά όταν το φινάλε επικυρώνει με θόρυβο κάθε μα κάθε επιλογή της ηρωίδας του