Χωρισμένο σε κεφάλαια, το φιλμ του Φράντισεκ Βλάτσιλ, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Βλαντισλάβ Βανκούρα, δεν είναι το συνηθισμένο μεσαιωνικό έπος που μαρτυρεί η ανάγνωση της υπόθεσής του. Στην πραγματικότητα δεν είναι καν ένα συνηθισμένο φιλμ, αφού, σε μια μοναδική στην ιστορία του σινεμά,συνάντηση του μοντερνισμού με την παράδοση, ο Τσεχοσλοβάκος σκηνοθέτης ξεφυλλίζει ένα μεσαιωνικό μύθο, σκίζοντας ενδιάμεσα σελίδες, μπερδεύοντας την πραγματικότητα με τη φαντασία, την αγριότητα με την ποίηση, την αρχέγονη σύγκρουση του ανθρώπου με τη Φύση, σε ένα σύμπαν που οπτικά και ηχητικά διασχίζει από το βωβό σινεμά μέχρι το underground των '60s και από τον Ρόμπερτ Φλάχερτι μέχρι τον Αντρέι Ταρκόφσκι για να ολοκληρωθεί σε κάτι ολότελα μοναδικό.

Βρισκόμαστε στην καρδιά του τσέχικου νέου κύματος και ενώ οι πρωτοπόροι εκπρόσωποί του (ανάμεσά τους ο Μίλος Φόρμαν με τους «Ερωτες μιας Ξανθιάς», ο Γίρι Μένζελ με τον «Ανθρωπο που Εβλεπε τα Τρένα να Περνούν», οι Γιάν Καντάρ και Ελμαρ Κλος με το «Μαγαζάκι της Κεντρικής Οδού», η Βέρα Χιτίλοβα με το «Daisies»), στρέφουν το βλέμμα ή στο παρόν ή στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που καθόρισε το μέλλον της χώρας, ο Βλάτσιλ γυρίζει στον Μεσαίωνα, αναζητώντας τη βαθύτερη αλήθεια για τον κόσμο σήμερα στις απαρχές του. Ενσωματώνοντας στοιχεία από την παράδοση της Τσεχοσλοβακίας, αλλά στην πραγματικότητα στην τέχνη (ζωγραφική, μουσική, λογοτεχνία, ποίηση…) αιώνων, ο Βλάτσιλ επιχειρεί με την «Μαρκέτα Λαζάροβα» την ταινία όλων των ταινιών, ένα ιστορικό έπος, τόσο μεγαλεπήβολο σε φιλοδοξία και εκτέλεση που δεν θα μπορούσε παρά να καθορίσει το σινεμά της χώρας αλλά και να διοχετευτεί μέσα στα χρόνια από φυλές κινηματογραφόφιλων και θεωρητικών σε κάθε επόμενη γενιά.

Ελεύθερη διασκευή (όπως αναφέρεται και στους τίτλους της ταινίας) του ομότιτλου μυθιστορήματος του Βλαντισλάβ Βανκούρα που κυκλοφόρησε το 1931 και θεωρείται επίσης πρωτοπόρο για τη νεωτεριστική του αφήγηση, η «Μαρκέτα Λαζάροβα» τοποθετείται στον Μεσαιωνικό Βορρά του 13ου αιώνα και αφηγείται τη σύγκρουση δύο οικογενειών και μαζί τη σύγκρουση δύο κόσμων. Από τη μία είναι η οικογένεια του Κόζλικ που επιβάλλει στους γιους του να ληστεύουν περαστικούς για λογαριασμό του. Από την άλλη είναι η οικογένεια του Λαζάρ που θα αρνηθεί να βοηθήσει τους Κόζλικ όταν αυτοί θα απαγάγουν έναν Γερμανό ευγενή και θα ξεσηκώσουν την οργή του βασιλιά. Οι Κόζλικ, για αντίποινα, θα απαγάγουν την κόρη του Λαζάρ, την Μαρκέτα Λαζάροβα, δίνοντας το σήμα για έναν κύκλο αίματος.

Οι πρωτόγονοι Κόζλικ απέναντι στους πιο εξευγενισμένους Λαζάρ, ο παγανισμός που δίνει τη θέση του στο Χριστιανισμό, ο έρωτας που αρχίζει να γίνεται κάτι περισσότερο από μια πράξη ορμώμενη από τα βασικά ανθρώπινα ένστικτα, μια αέναη σύγκρουση ανάμεσα στην αγριότητα και τον πολιτισμό. Αυτές οι αντιθέσεις βρίσκονται στο κέντρο του πυκνού, δύσκολου να αναγνωστεί στην πρώτη θέαση, δαιδαλώδους σαν υπόθεση και πολυπληθούς σε επίπεδο ηρώων έπους του Βλάτσιλ, ο οποίος είναι ολοφάνερο ότι ενδιαφέρεται περισσότερο για την πιστή μεν, ποιητική δε απεικόνιση της αίσθησης μιας ολόκληρης εποχής, παρά για το ιστορικό αποτύπωμα. Περισσότερο για την ανάγλυφη, σχεδόν σοκαριστική αναδίπλωση της (άγριας) ανθρώπινης φύσης, ως το ιδανικότερο και πιο αναγκαίο μάθημα Ιστορίας.

Η τεχνική του είναι μοναδική. Ανάπτυξη του χώρου και του χρόνου, με γυρίσματα σε φυσικές τοποθεσίες (και τον ίδιο και το συνεργείο να ζει για δύο χρόνια στα χιονισμένα δάση χτίζοντας μαζί τους τα σκηνικά σε πρωτόγονες συνθήκες και αναζητώντας τροφή από τη φύση), γρήγορα cuts και εναλλαγές χώρων, ποιητικό μοντάζ που μπερδεύει την πραγματικότητα με το όνειρο και τον πραγματικό από τον κινηματογραφικό χρόνο, σκηνοθεσία ενορχηστρωμένη όλη πάνω στη χειροποίητη (από όργανα που φτιάχτηκαν ειδικά για την ταινία από τον συνθέτη Ζντένεκ Λίσκα) μουσική, μια μείξη από ύμνους και προσευχές σε ένα ηχητικό κολάζ που ενεργοποιεί εκ νέου όλες τις αίσθήσεις.

Το αποτέλεσμα; Ενα συνονθύλευμα τολμηρό, ογκώδες (και συχνά αδύνατον να το παρακολουθήσεις γραμμικά ή χωρίς να χαθείς στα ονόματα και τις υποπλοκές), εκκωφαντικό, στη γραμμή που χωρίζει τον πειραματισμό από την παράδοση του σινεμά και, για πιο εμφανείς αναφορές, τον «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Αντρέι Ταρκόφσκι με τους «Επτά Σαμουράι» του Ακίρα Κουροσάουα ή τις μεσαιωνικές απόπειρες του Ινγκμαρ Μπέργκμαν.

Μια ταινία-υβρίδιο και για την ίδια τη σημασία της «αφήγησης» και όλων αυτών των ιστοριών που - πριν τους τίτλους αρχής αναφέρεται εύστοχα - δεν θα γίνονταν ποτέ γνωστές.

Από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στην ιστορία του τσέχικου σινεμά, η «Μαρκέτα Λαζάροβα» και μαζί η «καλύτερη τσέχικη ταινία όλων των εποχών» σε λιγότερο ή περισσότερο έγκυρες ψηφοφορίες, είχε την τύχη να μπορεί να διαβαστεί ταυτόχρονα ως ένα ιστορικό έπος (από το μαζικό κοινό) και ως μια μεταμοντέρνα παραβολή - θρίαμβο του στιλ πάνω στην πλοκή (από τους υποψιασμένους θεατές της εποχής), κυρίως όμως να υπερκεράσει την βαριά της ιστορική σημασία ως μια απονενοημένη κινηματογραφική πράξη που μίλησε τελικά με τον πιο ανατριχιαστικό τρόπο σε όλους για τη βία που ενσωματώνει κάθε μεγάλη αλλαγή και τον άνθρωπο που θα χρειάζεται πάντα ένα μύθο για να ερμηνεύσει την πραγματικότητα.