Σε μία βιομηχανική επαρχία της Τσεχοσλοβακίας των 60ς, οι γυναίκες εργάτριες είναι 6 φορές περισσότερες από τους άντρες της περιοχής, αλλά και της στρατιωτικής βάσης. Οι αρχηγοί του Κόμματος αποφασίζουν ότι, για να κρατήσουν το ηθικό υψηλό (οπότε και την παραγωγή υψηλή), πρέπει να δώσουν την ευκαιρία στον πληθυσμό να ερωτευθεί. Για αυτό διοργανώνουν έναν χορό. Εκεί καταφθάνει η όμορφη, ξανθιά Αντουλα με τις φίλες της. Η Αντούλα είναι αρραβωνιασμένη με έναν άντρα που δεν θυμάται καν το χρώμα των ματιών του. Ομως το βλέμμα του πρωτευουσιάνου πιανίστα στο χορό είναι καστανό και πέφτει έντονα πάνω της.

Οταν το πάρτι αποδειχθεί μια μεγάλη αποτυχία (τα κορίτσια έρχονται αντιμέτωπα, όχι με νεαρούς στρατιώτες, αλλά με μεσήλικες παντρεμένους που κρύβουν τη βέρα και στέλνουν ποτά), η Αντούλα φεύγει. Με το επίμονο φλερτ του νεαρού μουσικού καταλήγει στο κρεβάτι του. Εκείνη ερωτεύεται, εκείνος το επόμενο πρωί φεύγει για την Πράγα, βέβαιος ότι δε θα την ξαναδεί ποτέ. Με τον παρορμητισμό των νιάτων της, η Αντούλα χωρίζει τον αρραβωνιαστικό της και πηγαίνει στην Πράγα να συναντήσει τον έρωτά της. Εκεί την περιμένουν οι έκπληκτοι γονείς του, που δεν έχουν ακούσει τίποτα για αυτήν, και μία απότομη ενηλικίωση που χαράζει μονόδρομο την απογοήτευση των ρομαντικών ονείρων.

Ο Μίλος Φόρμαν σκηνοθετεί αυτόν τον συμβολικό χορό, λίγα χρόνια πριν τον διάσημο «Χορό των Πυροσβεστών» του (1967) και λίγο πριν μετοικήσει μόνιμα στην Αμερική (για να ακολουθήσουν τα οσκαρικά («Στη Φωλιά του Κούκου», «Αμαντέους» κλπ) Επηρεασμένος από την Nouvelle Vague και άρρηκτο μέλος του αντίστοιχου Τσέχικου νέου κύμματος, ο Φόρμαν χρησιμοποιεί τη φρέσκια κινηματογράφηση, τους διαλόγους αυτοσχεδιασμού, αλλά και άπλετο χιούμορ για να πει πολύ σοβαρότερα πράγματα: τον εγκλωβισμό σε ένα σοσιαλιστικό καθεστώς που αποφασίζει αυθαίρετα για τη ζωή σου, την παράνοια της εξουσίας, το αδιέξοδο μέλλον των νέων ανθρώπων, την σχεδόν «αγοραία» θέση της γυναίκας που δεν έχει πραγματική βούληση στις αποφάσεις της.

Εξαιρετικά τρυφερός στο πώς χαϊδεύει τα κορμιά των εραστών, με τις σκιές να παίζουν παιχνίδια ταυτόχρονα με τις ορμές τους. Πικρά σκληρός, στο πώς καδράρει τους ηλικιωμένους, παραιτημένους γονείς, για να δείξει την κατάληξη των ζευγαριών - μπροστά στην τηλεόραση, χωρίς να έχουν να πουν και πολλά. Κάπου ενδιάμεσα, κρύβεται η ματαιότητα των νιάτων.

Ομως, δεν κρίνει τους ήρωές του στιγμή. Περισσότερο σατιρίζει καυστικά το πλαίσιο, ενώ φωτίζει μαλακά και ζεστά όσους παγιδεύτηκαν σε αυτό. Συμπονεί το κορίτσι που πλανεύτηκε από το όνειρό της στην αφετηρία της ζωής της, συμπονεί και τη ζήλεια των γερόντων που έχουν αφεθεί στο απογοητευτικό τους φινάλε (με την ίδια κατανόηση που η νεανική ευφυία του Μότσαρτ κουμπώνει με την παραδοχή ήττας του ηλικιωμένου Σαλιέρι)

Η ταινία είναι ασπρόμαυρη, αλλά τίποτα δεν είναι άσπρο/μαύρο. Είναι κομεντί, με ένα βαθύ τραύμα. Γελάς με πόνο, θλίβεσαι με ελπίδα. Θαυμάζεις την ομορφιά μελαγχολικά, γιατί ξέρεις ότι θα γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης, όχι αγάπης. Οι άντρες τελικά προτιμούν τις ξανθιές σε όλες τις εκφάνσεις του διεθνούς κινηματογράφου. Σε όλες τις κοινωνίες, τα καθεστώτα, τους πολιτισμούς. Αλλά είναι πικρό: πάντα σαν τρόπαιο.