Eνας άστεγος, μία βιομηχανική εργάτρια, μία Ρωσίδα δασκάλα χορού, μία μοιρολογίστρα του μεσοπολέμου, ένα goth punk junkie, μία αστή curator έργων τέχνης, μία θρησκευόμενη μητέρα, μία δασκάλα δημοτικού σχολείου, μία τηλεοπτική παρουσιάστρια ειδήσεων (και η εξωτερική ρεπόρτερ της), μία μαριονετίστα (και η κούκλα της)... 13 συνολικά, πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες ερμηνεύουν κομμάτια από τα πιο διάσημα καλλιτεχνικά μανιφέστα του 20ου αιώνα: από τον εσκεμμένο παραλογισμό του Ντανταϊσμού, μέχρι τον -πολέμιο του ρομαντισμού- Φουτουρισμό, κι από τον κυνικό πραγματισμό του Κονστρουκτιβισμού, μέχρι την προσπάθεια για κινηματογραφικό νατουραλισμό των Δανών σκηνοθετών με το Δόγμα 95.
Πριν από δύο χρόνια, ο Γερμανός concept artist και κινηματογραφιστής Γιούλιαν Ρόζενφελντ είχε μία πρωτότυπη και ευφυή ιδέα: η οσκαρική Κέιτ Μπλάνσετ να ερμηνεύεσει όλους τους ρόλους σ' ένα installation project: 13 οθόνες που παίζουν ταυτόχρονα, με το θεατή να προσπαθεί να αποσαφηνίσει, καλλιτεχνικά και πολιτικά, «τι είναι τέχνη» μέσα από στο χάος. Η σύνθεση (τόσο της εικόνας, όσο και των ιδεολογιών) ερχόταν έτσι σε μία καθαρή αντίστιξη με τη πολυφωνία (τόσο της εικόνας, όσο και των ιδεολογιών) κι ο κάθε θεατής αποχωρώντας ανασυγκροτούσε (ή όχι) τη δική του σκέψη μέσα από τη δύναμη της αντίθεσης. Η φύση του installation (ο θεατής μπαίνει και βγαίνει στο χώρο, τοποθετείται απέναντι στις οθόνες, στέκεται, περπατά) βοηθούσε την ιδέα να παραμένει φρέσκια, γοητευτική, εντυπωσιακή και, κυρίως, διανοητικά και φιλοσοφικά διεγερτική.
Η κινηματογραφική φόρμα όμως έχει άλλους κανόνες. Η επί 94 λεπτά γραμμική παρουσίαση (παρόλο το μοντάζ και την εξαιρετική δουλειά στον ήχο) των χαρακτήρων, των ιστοριών, των φιλοσοφιών στη μεγάλη οθόνη προδίδει την «κατασκευή» του concept. Οι μικρού μήκους ιστορίες αποκαλύπτονται ξαφνικά ως εμφατικές, πομπώδεις, υπογραμμισμένα διδακτικές. Η επιλογή των κόντρα-χαρακτήρων φαντάζει ως εξυπνακίστικο εύρημα. Κυρίως: το ίδιο το φιλοσοφικό κείμενο, απομονωμένο από την πηγή του κι ερμηνευμένο σε ένα ξένο περιβάλλον, δε λειτουργεί. Η επαναστατικότητά του δεν επικοινωνείται με τη δύναμη που της αρμόζει - ο καλλιτεχνικός παραλογισμός μοιάζει φορσέ, κουράζει, φλατάρει.
Σε αυτό πέφτει θύμα και η ίδια η Μπλάνσετ. Η αναμφισβήτητα καλύτερη ηθοποιός της γενιάς μας, δε θα μπορούσε να κάνει κάτι καλύτερα ή πιο αριστοτεχνικά από αυτό που παραδίδει: με χαμελαιοντική ικανότητα μπαίνει στους ρόλους της, αναμετριέται με την διαφορετικότητα κειμένου και χαρακτήρα, ρισκάρει, τσακαλώνεται, μεταμορφώνεται.
Παρόλη όμως τη tour-de-force βιρτουοζιτέ της, το αποτέλεσμα μοιάζει απαγγελτικό, εγκεφαλικό, θεατρικό - όχι πάντως κινηματογραφικό. Ακόμα και η Μπλάνσετ «ερμηνεύει», δεν εξαφανίζεται, δε χάνεται, δεν μας παρασύρει σε μια εμπειρία που έχει θέση σε μία κινηματογραφική αίθουσα.