Δύο ανύπαντρες έγκυες γεννούν την ίδια μέρα. Λίγους μήνες μετά και με αφορμή μια τυχαία παρατήρηση για τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά του βρέφους, η μία από αυτές ανακαλύπτει ότι δεν είναι η βιολογική μητέρα του μωρού με το οποίο έφυγε από τα μαιευτήριο. Αναζητά την άλλη γυναίκα με το φόβο ότι έχει γίνει ένα χοντρό λάθος. Στην πορεία προστίθενται μία τραγική απώλεια, ένας λεσβιακός έρωτας, αλλεπάλληλα τεστ DNA, το συλλογικό τραύμα του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, οι νεκροί που ζητούν τη λύτρωση μέσα από την ιστορική δικαίωση, οι ζωντανοί που ψάχνουν τις απαντήσεις. Όλο αυτό θα μπορούσε να είναι μία κακόγουστη σαπουνόπερα. Ή η νέα ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ. Ευτυχώς για όλους μας είναι το δεύτερο.
Αμετάκλητα πλέον στο πάνθεον του ισπανικού και του παγκόσμιου σινεμά, ο Αλμοδόβαρ δεν χρειάζεται στην έβδομη δεκαετία της ζωής του να αποδείξει τίποτα και σε κανέναν, συνεχίζει ωστόσο να κινηματογραφεί με το ίδιο πάθος των πρώτων ημερών της movida. Σ’ αυτή την ύστερη, πιο ώριμη, περίοδο κάθε ταινία του είναι μια ακόμα αποθέωση (στυλιστική, θεματική, αισθητική) των εμμονών του, δεν χάνει όμως ποτέ την αιχμή του. Στις «Παράλληλες Μητέρες», μάλιστα, γίνεται πιο πολιτικός από ποτέ. Ισως γιατί στη δύση της ζωής του συνειδητοποιεί ότι για να αλλάξεις το μέλλον πρέπει να συμφιλιωθείς με το παρελθόν. Και να κλείσεις τις πληγές του.
Κι αν η μητρότητα είναι από τα βασικά θέματα-φετιχ που διατρέχουν ολόκληρη τη φιλμογραφία του, από το «Μια Ζωή Ταλαιπωρία» μέχρι φυσικά το «Όλα για τη Μητέρα μου», εδώ γίνεται μια ξεκάθαρα πολιτική πράξη αλληλεγγύης και προσφοράς, ένας δεσμός που ξεπερνά την επιστημονική νομοτέλεια του ανθρώπινου γονιδιώματος και γίνεται κάτι βαθύτερο, ένας συνεκτικός δεσμός που καθιστά τη γυναικεία μορφή θεματοφύλακα της ιστορικής μνήμης. Και τον σκηνοθέτη μια παράλληλη μητέρα με τις ηρωίδες του.
Η Γιάνις, εξάλλου, είναι μια αρχετυπικά αλμοδοβαρική ηρωίδα. Είναι εκείνη που ψάχνει σε πείσμα όλων έναν ομαδικό τάφο γεμάτο από τα πτώματα εκτελεσθέντων Δημοκρατικών του Εμφυλίου, μεταξύ των οποίων ο παππούς της. Εκείνη που αποφασίζει να κρατήσει το παιδί με τον παντρεμένο ανθρωπολόγο που θα τη βοηθήσει με την εκσκαφή και την ταυτοποίηση και να το μεγαλώσει μόνη της, γιατί «είναι παράδοση στην οικογένειά της οι γυναίκες να ανατρέφουν μόνες τα παιδιά τους». Εκείνη που θα θελήσει να μάθει όλη την αλήθεια για την ταυτότητα της κόρης της και θα θυσιάσει την ευτυχία της για να προχωρήσει μπροστά. Εκείνη που θα δώσει στην Πενέλοπε Κρουζ την ευκαιρία να αποδείξει για άλλη μια φορά πόσο πολύτιμο ερμηνευτικό όργανο μπορεί να γίνει στα χέρια του σκηνοθέτη που την ανέδειξε.
Με έναν ολόκληρο αστερισμό από γνώριμες και μη μορφές, μεταξύ των οποίων η πάντα έτοιμη να κλέψει την παράσταση Ρόσι Ντε Πάλμα, με μία χρωματική παλέτα που αγκαλιάζει όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου και υπογραμμίζει τη συναισθηματική πορεία προς την κάθαρση, με την απρόβλεπτα χιτσκοκική μουσική επένδυση του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας και μια ερωτική σκηνή ανθολογίας με υπόκρουση του Summertime της Τζάνις Τζόπλιν (η οποία, άλλωστε, ήταν η πηγή έμπνευσης για το όνομά της ηρωίδας), και με ένα συγκλονιστικό τελευταίο δεκάλεπτο, ικανό να σου φέρει δάκρυα στα μάτια, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ κάνει κάτι τελικά παραπάνω από μια (υπέροχη) ταινία. Δημιουργεί ένα safe place και ανοίγει μια κινηματογραφική αγκαλιά. Σαν μια μητέρα. Παράλληλη ή μη.