Μια φορά κι έναν καιρό, σ’ ένα προάστιο της Ατλάντα των Ηνωμένων Πολιτειών ζούσε ένα όμορφο, νεαρό αγόρι με το όνομα Σάιμον. Η ζωή του κυλούσε σχεδόν ειδυλλιακά: είχε δύο γονείς και μια αδερφή που τον αγαπούσαν και μια παρέα αχώριστων φίλων και συμμαθητών με τους οποίους μετρούσε αντίστροφα τις μέρες μέχρι την αποφοίτηση. Ομως ο Σάιμον έκρυβε μέσα του ένα μεγάλο μυστικό που τον βασάνιζε. Δεν είχε αποκαλύψει σε κανέναν τη σεξουαλική του ταυτότητα, την οποία κρατούσε επιμελώς κρυφή απ’ όλους γιατί φοβόταν πως αυτό θα καταστρέψει τη ζωή του.
Μέχρι που μια ανάρτηση-εξομολόγηση από έναν μυστηριώδη συμμαθητή του με το ψευδώνυμο Μπλου στο κουτσομπολίστικο blog (και διαδικτυακό χώρο εκμυστηρεύσεων) του σχολείου, θα του αποκαλύψει ότι υπάρχει ένα ακόμα αγόρι στο σχολείο του με το ίδιο ακριβώς βάσανο. Η ηλεκτρονική αλληλογραφία μαζί του, διστακτική και με ψευδώνυμο ,θα οδηγήσει σε μια σειρά από παρεξηγήσεις, αλλά θα είναι ταυτόχρονα και η αρχή του δρόμου προς την αποδοχή, την αυτογνωσία και τη μεγάλη ιστορία αγάπης που όλοι οι άνθρωποι αξίζουν.
Το «Με Αγάπη, Σάιμον» του Γκρεγκ Μπερλάντι είναι ένα σύγχρονο παραμύθι. Είναι μια ταινία από εκείνες που πολλοί αρέσκονται να αποκαλούν απαξιωτικά «αμερικανιές» και παρουσιάζει μια αναμφίβολα εξωραϊσμένη εκδοχή της αμερικανικής κοινωνίας, διαθλασμένη μέσα από τα φιλελέυθερα και προοδευτικά (για τα αμερικανικά δεδομένα πάντα) ιδεώδη της ανοχής και της διαλλακτικότητας, ενώ είναι γεμάτη από τα κλισέ κάθε εφηβικής κομεντί που πάτα πάνω στα βήματα και ακολουθεί τους κώδικες όλων των προηγούμενων ταινιών του είδους, όπως αυτοί διαμορφώθηκαν από τον αρχιδιδάσκαλο Τζον Χιουζ.
Είναι όμως ταυτόχρονα και η πρώτη εφηβική κομεντί μεγάλου στούντιο που τοποθετεί έναν gay χαρακτήρα στο επίκεντρο κι όχι στον δευτερεύοντα κι εξωτικό ρόλο του quirky/ευαίσθητου/αλλόκοτου lgbt φίλου του ετεροφυλόφιλου πρωταγωνιστή ή της πρωταγωνίστριας. Από αυτή την άποψη είναι μια ταινία ρηξικέλευθη και πρωτοποριακή, με σαφές κοινωνικό, πολιτικό και -γιατί όχι;- εκπαιδευτικό μήνυμα, στην εποχή του Τραμπ, του #metoo και του inclusion, όπου γίνεται διαρκώς συζήτηση αφενός για την άνοδο του νεοσυντηρητισμού, αφετέρου για την ισότιμη εκπροσώπηση όλων των κοινωνικών και φυλετικών ομάδων στον κινηματογράφο και σε όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. H μισαλλοδοξία και η ρητορική ενός μίσους που δεν διστάζει πολλές φορές να γίνει πράξη ίσως μάλιστα καθιστούν την ύπαρξη μιας τέτοιας ταινίας σήμερα αδήριτη κι επιτακτική ανάγκη.
«Είμαι ακριβώς σαν εσένα» δηλώνει ο νεαρός Σάιμον στην αρχή μολις της ταινίας κι αυτή η αρχική ατάκα, έστω κι αν αργότερα αποκαλύπτεται ότι είναι η εισαγωγή του πρώτου μηνυματος που θα στείλει o Σάιμον στον άγνωστο συνομιλητή του, είναι δηλωτική του στόχου της ταινίας να προσεγγίσει ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο κοινό. Αυτή η συνειδητή απόπειρα εναγκαλισμού του mainstream είναι σαφής και από την επιλογή του πρωταγωνιστή Νικ Ρόμπινσον στον κεντρικό ρόλο και τη συγκρατημένη και καθόλου queer ερμηνεία του ως closeted εφήβου, ενώ τόσο η σκηνοθεσία του Μπερλάντι, όσο και το σενάριο των γνωστων από το τηλεοπτικό «This is Us» Αϊζακ Απτεϊκερ και Ελίζαμπεθ Μπέργκερ, βασισμένο στο βασισμένο στο βιβλίο της Μπέκι Αλμπερτάλι «Simon vs. the Homo Sapiens Agenda», αποφεύγουν αναμενόμενα την αιχμηρότητα και τον ακτιβισμό, δίνοντας προτεραιότητα στα πιο πανανθρώπινα νοήματα της κατανόησης, της αποδοχής και της συλλογικότητας.
Ως καταγραφή της αμηχανίας και των αμφίθυμων εσωτερικών διεργασιών που συντελούνται κατά το άβολο στάδιο του coming out, το «Με Αγάπη, Σάιμον» αφοπλίζει με τη συναισθηματική του ειλικρίνεια και την τρυφερότητα του, τολμά μάλιστα να περιγράψει το ταξίδι του κεντρικού ήρωα όχι με τα μελανά χρώματα και τους ζοφερούς τόνους, στους οποίους αρέσκονται οι περισσότερες lgbt ταινίες με αντίστοιχο θέμα, αλλά γεμίζοντας την οθόνη με πλήθος διακειμενικών αναφορών (από την Λέιντι Γκάγκα και το «Καμπαρέ» του Μπομπ Φόσι μέχρι τον Τζόν Σνόου ως έναυσμα της σεξουαλικής αφύπνισης), μουσική, αισιοδοξία και μια σειρά παρεξηγήσεων που θυμίζουν κωμωδία του Μαριβό ή του Σέξπιρ. Η ταινία περιλαμβάνει, άλλωστε, όλα τα στοιχεία μιας εφηβικής κομεντί που σέβεται τον εαυτό και το κοινό της: βόλτες με το αυτοκίνητα, πάρτι με αλκοόλ, φάρσες στους διαδρόμους του σχολείου, ανώδυνους εκβιασμούς και φαινομενικά αξεπέραστα διλήμματα, νυχτερινές εκμυστηρεύσεις, δραματικές αποκαλύψεις μύχιων πόθων, το απαραίτητο μουσικοχορευτικό νόυμερο και φυσικά ένα φιλί ως επιστέγασμα της ευτυχίας. Ολα όσα, δηλαδή, συνιστούν αυτή την αβάσταχτη ελαφρότητα της νεότητας, όπως έχουμε συνηθίσει (και θέλουμε) να τη βλέπουμε στον αμερικανικό κινηματογράφο.
Το «Με Αγάπη, Σάιμον» είναι μια ταινία της οποίας η σημειολογική αποτίμηση έχει σαφώς μεγαλύτερο βάρος από την καλλιτεχνική της αξία. Ισως ένας έφηβος συνειδητοποιήσει βγαίνοντας από το σινεμά ότι δεν περνάει μόνος του αυτό τον γολγοθά της ενοχής και της αμφιβολίας και τολμήσει να πραγματοποιήσει το βήμα στον αυτοπροσδιορισμό. Ισως ένας γονέας αποφασίσει μετά την ταινία να προσεγγίσει το παιδί του. Ισως πάλι η ταινία δώσει ένα μάθημα σεβασμού και αλληλοκατανόησης ενάντια στο bullying και στην ομοφοβία. Κι αν όλα αυτά ακούγονται ουτοπικά και παραμυθένια, η παγκόσμια επιτυχία της ταινίας αποδεικνύει ευτυχώς το αντίθετο. Το «Με Αγάπη, Σάιμον», όπως και κάθε παραμύθι άλλωστε, μας διδάσκει ότι περισσότερη σημασία από το να ζήσουν αυτοί καλά, έχει το να ζήσουμε εμείς καλύτερα.