Με περισσότερες από 40 διασκευές για το σινεμά, την τηλεόραση, σε κινούμενα σχέδια ή live action, σε γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, μεξικάνικα και… βωβά, με αμέτρητους σταρ να έχουν ενσαρκώσει τους ήρωές του (από τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό και τον Ζαν Μαρέ μέχρι τον Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, την Κατρίν Ντενέβ και τον Μάικλ Γιόρκ), οι «Τρεις Σωματοφύλακες» έχουν ξεπεράσει προ πολλού το επίπεδο της «πρόκλησης» για έναν σκηνοθέτη.
Στέκουν περισσότερο σαν ένας εθνικός θησαυρός που μοιάζει να έχει διαπεράσει τόσο πολύ τη γαλλική κουλτούρα, ώστε να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Ιστορίας της χώρας, παρά τη μυθοπλαστική - αν και βασισμένη σε αληθινές ιστορίες - καταγωγή του. Ετοιμοι - «ένας για όλους και όλοι για έναν» - πάντοτε, κάθε φορά, να πρωταγωνιστήσουν σε ακόμη μια διασκευή που θα ισχυροποιήσει ακόμη περισσότερο το θρύλο, σχεδόν πάντοτε με μια σχετική επιτυχία αν και με μειωμένο ενθουσιασμό όσο περνούν οι δεκαετίες και η έννοια της κινηματογραφικής «περιπέτειας» διαβρώνεται προς λιγότερο παραδοσιακές και σίγουρα λιγότερο λογοτεχνικές κατευθύνσεις. Μέχρι, βέβαια, την επόμενη διασκευή.
Αν αλλάζει κάτι, εν έτει 2023, είναι ότι το δίπτυχο του Μαρτέν Μπουρμπουλόν (ο «Ντ’ Αρντανιάν» και η «Εκδίκηση της Μιλαίδης» που θα βγει στις αίθουσες προς το τέλος του 2023) γίνεται αυτοστιγμεί ένα σημείο αναφοράς για το τι σημαίνει πετυχημένη κινηματογραφική διασκευή που δεν κάνει εκπτώσεις μοντερνισμού, αντίθετα επενδύει σε (με την καλή έννοια) παλιομοδίτικη δράση και φρεσκάρει διαλόγους και συμπεριφορές τόσο, ώστε να αφορά σχεδόν όλο το ηλικιακό άνοιγμα από ένα παιδί μέχρι κάποιον που έχει δει σχεδόν και τις 40 διασκευές του βιβλίου στην εποχή τους.
Επίτευγμα καθόλου προφανές, καθώς ούτε το (εδώ όνομα και πράγμα) all-star cast, ούτε η εξαιρετική ανασύσταση της εποχής έσωσαν στο παρελθόν ανιαρές και παλιομοδίτικες (με την κακή έννοια) διασκευές «κλασικών» έργων. Και φυσικά κανείς δεν θα στοιχημάτιζε με κλειστά μάτια στον σκηνοθέτη του «Με τον Μπαμπά ή τη Μαμά;» και «Με τον Μπαμπά ή τη Μαμά; 2», ακόμη (ή κυρίως) και επειδή με το «Αϊφελ» έδωσε μόνο διαπιστευτήρια καλλιγραφίας και ουχί ουσίας, πράγμα που ελλοχεύει πάντα σε μια ιστορία σαν αυτή των «Τριών Σωματοφυλάκων».
Κι όμως, ήδη από την πρώτη σκηνή, ο Μπουρμπουλόν ξεκαθαρίζει πως βρίσκεται πίσω από την κάμερα με το σεβασμό ενός Γάλλου σκηνοθέτη που δεν θα είναι αυτός που θα προδώσει τον εθνικό θησαυρό του Δουμά, αλλά κυρίως με τον ενθουσιασμό ενός φανατικού των περιπετειών που στη συνέχεια θα ξεδιπλωθούν στην οθόνη διατηρώντας τη γνώριμη υφή τους, αλλά με μια χειροποίητη επιμέλεια που μοιάζει σαν να τις βλέπεις για πρώτη φορά. Χωρίς περιττούς εντυπωσιασμούς, αλλά όχι και με φειδώ στο περίτεχνο γύρισμα και στη δημιουργία ατμόσφαιρας, ο Μπουρμπουλόν ολοκληρώνει σκηνές που σε όλες τους τις εκδοχές (ρομαντικές, ξιφομαχίας, κωμικές, ερωτικές…) είναι αυτό που με ικανοποίηση μπορεί κανείς να περιγράψει ως χορταστικές και απόλυτα λειτουργικές.
Στο κέντρο τους, μια σκέτη απόλαυση οι τέσσερις Σωματοφύλακες (ο - ιδανικός, σχεδόν μεταμοντέρνος - Ντ’ Αρτανιάν του Φρανσουά Σιβίλ, ο - αστείος, ρομαντικός ήρωας - Αραμις του Ρομέν Ντουρίς, ο - bisexual αυτόματα ερωτεύσιμος - Πόρθος του Πίο Μαρμάι και ο - δεν χορταίνεις να τον βλέπεις - Αθως του Βενσάν Κασέλ), ο - επιτέλους σέξι - Λουδοβίκος 13ος του Λουί Γκαρέλ, η - εύθραυστα δυναμική - Βασίλισσα Αννα της Αυστρίας Βίκι Κριπς, η - μυστηριώδης - Μιλαίδη Εβα Γκριν (με μικρό ρόλο που θα «μεγαλώσει» στο δεύτερο μέρος).
Ολοι τους, διαχρονικοί ήρωες μιας ταινίας που ξεκινάς να παρακολουθείς χωρίς απαιτήσεις, αλλά στην πορεία συνειδητοποιείς ότι σε έχει κάνει μέρος της. Μια ταινία που ίσως να μην διάλεγες να δεις, αλλά που η ασφάλεια που σου προσφέρει είναι σχεδόν ανακουφιστική: δεν υπάρχουν παλιές ιστορίες, υπάρχουν μόνο παλιοί τρόποι να τις λες.