Λας Βέγκας. Το μόνο μέρος στον πλανήτη που η μέρα και η νύχτα δεν έχουν καμία σημασία. Τα νέον φώτα του καίνε πιο λαμπερά κι από τον ήλιο. Στις βαριές σκιές τους, μπορείς να κρύψεις κάθε ένοχο σκοτάδι σου. Το Λας Βέγκας είναι ο επίγειος Παράδεισος και η πλανεύτρα Κόλαση μαζί, για όσους επιθυμούν ένα απενοχοποιημένο παραλήρημα - παρτάροντας χωρίς όρια, ή ποντάροντας την τελευταία ελπίδα ευτυχίας σε πράσινες τσόχες. Στο Λας Βέγκας μπορείς να τζογάρεις για 24 ώρες συνέχεια, χάνοντας το χρόνο και τα τελευταία σου χρήματα. Μπορείς να πίνεις, πρωί-βράδυ, χάνοντας τις αισθήσεις σου και τη ζωή σου.
Κι αυτό το τελευταίο είναι κι η τελευταία επιθυμία του Μπεν. Να αυτοκτονήσει, πίνοντας. Αλκοολικός σε ανεπίστρεπτο στάδιο, έχει χάσει τη γυναίκα, το παιδί του, τη δουλειά του, έχει κάψει τα υπάρχοντά του κι έχει φορτώσει στις αποσκευές του άπειρο αλκοόλ. Θα βρει ένα φτηνό μοτέλ και θα πιει μέχρι να σταματήσει η καρδιά να χτυπά. Ο Μπεν είναι (ήταν) σεναριογράφος (το Χόλιγουντ τον έφτιαξε, το Χόλιγουντ τον ξέβρασε) οπότε έχει γράψει το τέλος του: κανείς δεν θα τον προσέξει, όσο θα αυτοκτονεί σε slow motion.
Μόνο που κάποια τον προσέχει. Η Σέρα, μία πόρνη που, από ένα γύρισμα της τύχης, έχει απελευθερωθεί από τον σαδιστή νταβατζή της. Υιοθετεί τον Μπεν σαν χαμένο κουτάβι για να του γλείψει τις πληγές. Ισως θέλει να τον σώσει ως μία τελευταία ευκαιρία να σωθεί κι η ίδια. Ομως εκείνος της το ξεκόβει: το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο. «Δεν μπορείς ποτέ να μου ζητήσεις να σταματήσω να πίνω».
Ο Μάικ Φίγκις («Επικίνδυνη Δευτέρα», «Βρώμικες Υποθέσεις») αγαπά πολύ τον Μπεν και τη Σέρα - κι αυτό φαίνεται σε κάθε του πλάνο. Βασισμένος στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Τζον Ο’Μπράιεν, ο οποίος (πόσο πιο τραγικό) πήρε τη ζωή του όταν πούλησε τα δικαιώματα για την κινηματογραφική μεταφορά (ο πατέρας του μάλιστα περιέγραψε το βιβλίο του γιου του ως «σημείωμα αυτοκτονίας»), ο Φίγκις κατασκευάζει ένα κατάμαυρο, τρυφερό, σπαρακτικό, σε στιγμές αστείο, νιχιλιστικό love story.
Δύο άνθρωποι βρίσκουν ο ένας τον άλλον στην εκπνοή, στον τελευταίο βρόγχο, αλλά αυτό δεν κάνει την ανάσα τους λιγότερο παθιασμένη. Τι κι αν ο Μπεν είναι κουφάρι του εαυτού του - τρέμει, τραυλίζει, ξερνάει, καταρρέει, ματώνει, αδυνατεί να κάνει σεξ; Τι κι αν η Σέρα πρέπει να φεύγει από το δωμάτιο και να καταφεύγει σε άλλα δωμάτια με γλοιώδεις αγνώστους για να φέρει χρήματα για περισσότερο αλκοόλ; Και οι δυο καταπίνουν ό,τι τους σκοτώνει και το έχουν αποδεχτεί. Αρκεί κάπου δίπλα να είναι ο άλλος. Αυτό.
Πρέπει κανείς να θυμάται ότι ο Φίγκις έκανε μία mainstream ταινία - όχι ένα φεστιβαλικό indie που σήμερα θα έλεγε και θα έδειχνε την ιστορία ακόμα πιο ωμά. Για πρωταγωνιστές του πήρε έναν σούπερ σταρ (ο Κέιτζ τον εμπιστεύτηκε και κέρδισε το Οσκαρ Α' Ανδρικού) και μία μέχρι τότε στάρλετ (η Σου είχε προϋπηρεσία στα «Karate Kid» και «Cocktail») Κι όμως, μέσα στο χολιγουντιανό σύστημα τόλμησε να ξεφύγει από τα απαιτούμενα κλισέ. Δεν υπάρχει κανένα συγκινητικό back story που να δικαιολογεί την κατάντια των ηρώων. Δεν μαθαίνουμε ποτέ γιατί η «pretty woman» κατέληξε στους δρόμους, δεν θα μάς αποκαλυφθεί ποτέ αν ο Μπεν «πίνει γιατί τα έχασε όλα, ή τα έχασε όλα γιατί πίνει».
Αντιθέτως, ο Φίγκις θα ενορχηστρώσει την ιστορία τους σαν τζαζ ραψωδία - με παραισθησιογόνο ρυθμό, πιωμένες παύσεις, αλλαγές στο mood, την ταχύτητα, τη θερμοκρασία της εικόνας. Ο Ντέκλαν Κουίν στη διεύθυνση φωτογραφίας θα κολάσει την ατμόσφαιρα με έντονα νέον χρώματα και θα στοιχειώσει τα βλέμματα με ξεβαμμένους φωτισμούς, ενώ ο Τζον Σμιθ στο μοντάζ θα εντείνει το χανγκόβερ της ιστορίας με κοψίματα που σε κάνουν να νιώθεις ότι είσαι επιβάτης σ' ένα τρενάκι του Λούνα Παρκ που έχει ξεφύγει από τις ράγες. Ως μουσικός όμως ο Φίγκις (ο ίδιος συνέθεσε το μελαγχολικό πιανάκι του σκορ) ξέρει πολύ καλά πώς να χρησιμοποιήσει το σάουντρακ. Και τους φυσικούς ήχους μία κατασκευασμένης ζούγκλας όπως είναι το Λας Βέγκας, αλλά και τα μουσικά κομμάτια που επέλεξε να ντύσει την τραγωδία του. Ο ρομαντισμός των crooners με τις διασκευές του Sting και του Don Henley σε αντίστιξη με την απαισιόδοξη εικόνα βουλιάζει την ψυχή του θεατή ακόμα περισσότερο στη θλίψη.
Αναμφισβήτητα όμως το δυνατό του χαρτί είναι οι ερμηνείες. Η Ελίζαμπεθ Σου ξαφνιάζει με την οικονομία που χειρίζεται τη Σέρα και τις ισορροπίες που κρατά στα 12ποντα συναισθηματικά της τακούνια. Ακινητοποιεί το πρόσωπό της και το διαλύει μέσα από το βλέμμα της. Ομως ο Νίκολας Κέιτζ είναι το αυτοκινητιστικό δυστύχημα που δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του. Κι έχει μόνος του σπάσει τα φρένα, έχει πατήσει τα γκάζια, έχει κατεβάσει το παράθυρο κι έχει βγάλει την κραυγή κλαυσίγελο του τρελού. Η υπερβολή με την οποία ποτίζει τον Μπεν θα μπορούσε να είχε οδηγήσει σε καρικατούρα, όμως υπάρχει κάτι τραγικό σε αυτό τον ρόλο, κάτι που περνά τα όρια, κάνει έναν πλήρη κύκλο και τον μετατρέπει σε κωμικό παλιάτσο. Κι αυτό ο Κέιτζ το γνωρίζει και του χαρίζει ένα κατάμαυρο χιούμορ που τον καθιστά σαγηνευτικό. Οπως κι η Σέρα, έτσι κι εμείς, αν κοιτάξουμε προσεχτικά, θα δούμε την γλυκύτητα, την ευαισθησία του, τα λυπημένα μάτια του κουταβιού. Θα μας το επιτρέψει για ένα νανοδευτερόλεπτο πριν αρχίσει πάλι να γαβγίζει, να δαγκώνει και να ματώνει την ουρά του.
Δεν υπάρχει χάπι εντ στο Λας Βέγκας. Δεν υπάρχει τέλος, όπως δεν υπάρχει και νέα αρχή. Μία mainstream χολιγουντιανή ταινία, που δεν προσφέρει φθηνή εξιλέωση, σωτηρία, έστω μία έξοδο κινδύνου. Μόνο ένας τρόπος μένει για να αφήσει κανείς το Λας Βέγκας. Ο Φίγκις το γνωρίζει και παίζει με τους κανόνες του παιχνιδιού. Ομως αγαπά τόσο τον Μπεν και τη Σέρα. Μπορεί να αδυνατεί να τους δώσει μέλλον, αλλά μπόρεσε και τους χάρισε παρόν.