O Πιερ Γκολντμάν υπήρξε μια μυθιστορηματική προσωπικότητα.
Γιος δύο Εβραίων από την Πολωνία που έζησαν στο Παρίσι (ο πατέρας του είχε αγωνιστεί στην γαλλική Aντίσταση), σπούδασε στη Σορβόνη και τα χρόνια που οδήγησαν στον Μάη του ’68 υπήρξε ενεργό μέλος ακροαριστερών οργανώσεων.
Μετά από ένα ταξίδι στη Λατινική Αμερική όπου συμμετείχε σε δράση των γκερίλα κομμουνιστικών οργανώσεων, θα επέστρεφε στο Παρίσι όπου και συμμετείχε σε σειρά ένοπλων ληστειών.
Κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε για τρεις από αυτές, ενώ η δίκη για την κατηγορία του φόνου δύο φαρμακοποιών υπήρξε η αιχμή του δόρατος, αφού ο Γκολντμάν έκανε τα πάντα για να αποδείξει την αθωότητα του, έχοντας τη στήριξη από διανοούμενους της εποχής (την Σιμόν ντε Μποβουάρ, τον Ζαν-Πολ Σαρτρ, τον Ιβ Μοντάν και άλλους) και έγινε λαϊκό είδωλο για μια ολόκληρη γενιά.
Μέσα στη φυλακή έγραψε την αυτοβιογραφία του η οποία γνώρισε τεράστια επιτυχία, ενώ με την αποφυλάκιση του εργάστηκε στην εφημερίδα Libération. To 1979 δολοφονήθηκε από μια ακροδεξιά οργάνωση και στην κηδεία του στο νεκροταφείου του Παρισιού Περ-Λασέζ συγκεντρώθηκαν περισσότεροι από 10.000 κόσμος.
Σε αυτήν την αυτοβιογραφία του Γκολντμάν με τον ελληνικό τίτλο «Σκοτεινές Αναμνήσεις ενός Πολωνοεβραίου Γεννημένου στη Γαλλία» βασίζεται η ταινία του Σεντρίκ Καν, ο οποίος εδώ απομακρύνεται από οτιδήποτε τον έχουμε συνηθίσει να κάνει τα τελευταία χρόνια (βλ. το πιο πρόσφατο «Γύρισμα») θυμάται τα χρόνια του «Ρομπέρτο Σούκo» πίσω στο 2001 και κλείνει μια ολόκληρη ταινία μαζί με τους ήρωες του και τους θεατές στην αίθουσα του δικαστηρίου.
Εκεί χορογραφεί ένα «κεκλεισμένων των θυρών» που λειτουργεί - σχεδόν υποδειγματικά - σε τρία διαφορετικά επίπεδα: στο επίπεδο της αγωνίας για την έκβαση της δίκης καθώς ο Πιερ Γκολντμάν διαρρρηγνύει τα ιμάτια του ως προς την αθωότητα του έχοντας παραδεχτεί ωστόσο τις ληστείες, στο επίπεδο της ανάπτυξης μιας προσωπικότητας που γιγαντώνεται σε έναν πανέξυπνο ρήτορα την ίδια στιγμή εμπνευστικό και τρομακτικό και στο επίπεδο μιας ανοιχτής συζήτησης με τον θεατή γύρω από τα στερεότυπα που κρύβονται πίσω από το στιγματισμό, την ενοχή, την απονομή της δικαιοσύνης.
Στο πρώτο επίπεδο, η «Υπόθεση Γκολντμάν» κυλάει γρήγορα, με νεύρο και σωστές παύσεις, διατηρώντας μέχρι και το φινάλε την αγωνία για το ποιος τελικά λέει την αλήθεια, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αυτή μπορεί ή μοιάζει αδύνατον να αποδειχθεί. Στο δεύτερο επίπεδο ο συναρπαστικός Αριε Βολτχάλτερ - σε μια ερμηνεία που κέρδισε τα βραβεία Λιμιέρ, Σεζάρ και Μαγκρίτ και θα άξιζε κι ακόμη τόσα - γίνεται ο σαγηνευτικός ρήτορας, το λαϊκό αλαζονικό είδωλο και το θύμα μιας ολόκληρης κοινωνίας στην ίδια ακριβώς σκηνή γεμίζοντας την οθόνη και κάθε αίσθηση κενού χρόνου με την παρουσία του καθώς ο ήρωας του μοιάζει να μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια του θεατή στον θρυλικό ήρωα μιας ολόκληρης γενιάς.
Είναι στο τρίτο επίπεδο όμως που η ταινία του Σεντρίκ Καν αγγίζει σημεία μιας εν δυνάμει μεγάλης ταινίας, καθώς χωρίς τεχνάσματα, με καθαρή γραμμική αφήγηση ο θεατής βρίσκεται μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, άλλοτε παρατηρητής, άλλοτε και ο ίδιος στο ρόλο του ένορκου, άλλοτε δικαστής μιας μεγαλύτερης δίκης που μοιάζει να εξελίσσεται διαχρονικά. Παίζοντας με τις βεβαιότητες που καταρρίπτονται από σκηνή σε σκηνή, με τα στερεότυπα που κοινωνίες ολόκληρες μεταφέρουν αταβιστικά κρίνοντας ανθρώπους, ομάδες ανθρώπων, εδώ με τον (διαρκώς επίκαιρο) αντισημιτισμό να γίνεται το επίκεντρο της συζήτησης γύρω από το ιδεολογικό επιχείρημα πάνω στο οποίο ο Γκολντμάν θεωρείται εκ των πραγμάτων ένοχος και δη δολοφόνος, ο Καν ανοίγει κινηματογραφικά μια συζήτηση που τελειώνει πολύ μετά τους τίτλους της ταινίας.
Αν τελειώνει, καθώς αυτούσια - με άλλο σκηνικό και σε ένα εικονικό περιβάλλον, αυτή η δίκη διαδραματίζεται καθημερινά, σε κάθε επιπόλαιη (με την πρόφαση της ιδεολογίας) κρίση μας για τους άλλους, σε κάθε βαθιά ριζωμένο στερεότυπο εγκλωβίζουμε τους άλλους και εγκλωβιζόμαστε αναπόφευκτα και οι ίδιοι.