Οι πιο δυνατές στιγμές της κινηματογραφικής καριέρας του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ δεν είχαν στην ουσία να κάνουν με γεγονότα αλλά με εκείνα τα συναισθήματα που τελικά τα ορίζουν, είτε αυτό αφορούσε τις ανά εννιά χρόνια κλεφτές ματιές στις ζωές του Τζέσι και της Σελίν («Πριν το Ξημέρωμα», «Πριν το Ηλιοβασίλεμα», «Πριν τα Μεσάνυχτα»), είτε την ειλικρινή συναισθηματική ωρίμανση ενός αγοριού δίχως εξάρσεις ή τυμπανοκρουσίες («Μεγαλώνοντας»), είτε απλά εκείνη την νοσταλγική εξερεύνηση όλων των φευγαλέων στιγμών που τελικά αθροίζουν την αίσθηση της νιότης («Dazed and Confused», «Ολοι Θέλουν από Λίγο!!»).

Ο Λινκλέιτερ βρίσκεται στα καλύτερά του όταν ακριβώς ανακαλύπτει την κρυφή δύναμη πίσω από τις λέξεις, όταν αντλεί από την εποχή του εκείνα τα στοιχεία που τελικά επιδρούν στη μοναδικότητα των ηρώων του και όταν απλά εστιάζει στα πρόσωπα και τις εκφράσεις τους για να πει όσα οι λέξεις δεν βρίσκουν τη δύναμη να περιγράψουν. Για αυτό και οι περισσότερες ταινίες του είναι «ταινίες εποχής», όχι απαραίτητα γιατί εξελίσσονται σε μια χρονική περίοδο διαφορετική από την δική μας αλλά επειδή χρησιμοποιούν το ακριβές χρονικό τους πλαίσιο για να χωροθετήσουν, να εγκλωβίσουν και τελικά να απελευθερώσουν τους ήρωές τους, είτε εξελίσσονται στο τώρα είτε στο χρονολογικό παρελθόν.

Κατ’ επέκταση των προηγούμενων, «Η Τελευταία Σημαία» είναι επίσης μια ταινία εποχής. Το 2003, λίγο μετά την σύλληψη του Σαντάμ Χουσείν και λίγο πριν την «υπόσχεση ενός νέου Ιράκ», ένας πρώην γιατρός του Ναυτικού Σώματος, ο Λάρι «Ντοκ» Σέφερντ του Στιβ Καρέλ, εμφανίζεται στο μπαρ του Σαμ του Μπράιαν Κράνστον για να τον «συστήσει» στη συνέχεια στον Ρίτσαρντ του Λόρενς Φίσμπερν, ενός φιλήσυχου πάστορα που φαινομενικά δεν έχει τίποτα κοινό με τους άλλους δύο.

Και όμως, οι τρεις τους υπηρέτησαν τριάντα χρόνια πριν (κατά τη διάρκεια του πολέμου του Βιετνάμ) στην ίδια μονάδα, Πεζοναύτες και ταυτόχρονα ενθουσιώδεις νέοι που μαζί με το σκληρό πρόσωπο του κόσμου γνώρισαν και τη δική σκοτεινή τους πλευρά, γεγονός που ακόμα κουβαλούν μέσα τους. Μόνο που τώρα, ο Ντοκ αναθέτει στους δύο άντρες μια άλλου είδους αποστολή, ζητώντας την βοήθεια και την στήριξή τους προκειμένου να θάψει – με τιμές ήρωα – τον μοναχογιό του, ο οποίος έχασε πριν λίγες μέρες τη ζωή του, υπηρετώντας τη θητεία του στο Ιράκ.

Αυτό δίνει στον Λινκλέιτερ την αφορμή για να ακολουθήσει για άλλη μια φορά τους ήρωές του σε ένα προσωπικό ταξίδι διαμέσου της μνήμης, εξερευνώντας τα σκοτεινά τους σημεία, τα ψήγματα αισιοδοξίας που μπορεί να τους απομένουν αλλά και όλα εκείνα τα στοιχεία που ενώνουν το παρελθόν με το παρόν τους για να εστιάσει στα επιμέρους συναισθήματα που αθροίζουν τη διαδρομή τους αλλά και για να αποδείξει πως όσο τα πράγματα αλλάζουν, τόσο ίδια παραμένουν σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. «Η Τελευταία Σημαία» είναι ίσως η πιο πολιτική ταινία του Λινκλέιτερ, χωρίς να διστάζει ούτε στιγμή να στρέψει το δάχτυλο στην Αμερική για να αποκαλύψει την αιτία των τραυμάτων των ηρώων του και να πασπαλίσει με ειρωνεία και άπλετο μαύρο χιούμορ την κατάσταση.

Μόνο που ενώ στο παρελθόν κάθε συναισθηματική αποκάλυψη συνέβαινε οργανικά και αβίαστα, στην «Τελευταία Σημαία» το σενάριο προδίδει κάθε στιγμή τους μηχανισμούς τους, στερώντας από το τελικό αποτέλεσμα την αμεσότητα. Οταν ο Ντοκ δηλώνει ότι «δε θα θάψει έναν Πεζοναύτη, θα θάψει τον γιο του», ο Λινκλέιτερ απλά συλλαβίζει αυτό που το βλέμμα του (υπέροχου) Στιβ Καρέλ έχει ήδη μαρτυρήσει. Οταν δε ο Σαλ δηλώνει ότι «ο πόλεμος κάνει τους άντρες και οι άντρες τον πόλεμο και αυτό δεν τελειώνει ποτέ», ο Λινκλέιτερ απλά φωνάζει αυτό που ήδη έχει γίνει αντιληπτό μέσα από την πικραμένη ξεροκεφαλιά του (επιτέλους σε ένα ρόλο που του αξίζει) Μπράιαν Κράνστον. Δεν υπάρχει ποτέ αμφιβολία ότι το παρελθόν ρίχνει μόνιμα τη βαριά σκιά του στο παρόν και ότι οι ήρωες του Λινκλέιτερ πασχίζουν ακόμα να ορίσουν τον εαυτό τους μακριά από αυτό και όμως εκείνος νιώθει την ανάγκη να το υπενθυμίζει σε κάθε πιθανή αφορμή άκομψα, προφανώς και, κατά στιγμές, χοντροκομμένα.

Για αυτό και ποτέ το χιούμορ δε γίνεται πραγματικά το αιχμηρό. Για αυτό και ποτέ η συγκίνηση δεν αποκτά τη δύναμη που θα όφειλε. Αντιθέτως, μέχρι το τέλος «Η Τελευταία Σημαία» παλεύει να βρει το συναισθηματικό της επίκεντρο, χάνοντας μόνιμα τον στόχο και προσφέροντας μια επίπεδη αφήγηση που ενώ ο θεατής μπορεί να αντιληφθεί την ισχύ της, δεν καταφέρνει να τη νιώσει στην καρδιά, παρά και την υπόγεια ένταση της ερμηνείας του Στιβ Καρέλ. Και αυτό ούτε τιμά την ίδια την ταινία, ούτε είναι αντιπροσωπευτικό της κινηματογραφικής ταυτότητας του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ.