Τέλη Αυγούστου, 1980. Τρεις μέρες πριν ξεκινήσει η πανεπιστημιακή του χρονιά σ' ένα μικρό κολλέγιο του Τέξας και στην ένδοξη όμως ομάδα μπέιζμπολ των «Τσερόκι», ο πρωτοετής Τζέικ καταφθάνει στο σπίτι που θα μείνει και γνωρίζει τους συναθλητές του. Ο προπονητής τους μπορεί να τους καλωσορίζει με δύο αυστηρούς κανόνες («όχι αλκοόλ κι όχι γυναίκες στην αθλητική εστία») αλλά κανείς φυσικά δε θα τους σεβαστεί. Η αντροπαρέα ζει τα καλοκαίρια της αιώνιας νεότητας: πάρτι, μπιλιάρδα, ανδρικός ανταγωνισμός, πινγκ πονγκ, έρωτες, φλιπεράκια, φάρσες, ντίσκο, μουσική χορός. Και φυσικά κορίτσια, όλα γίνονται για τα κορίτσια. Για τα αγόρια «αυτή είναι η καλύτερη μέρα της ζωής τους - μέχρι αύριο...»

Ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ μετά την «Before» τριλογία και το «Μεγαλώνοντας» επιστρέφει εκεί που μεγάλωσε - στο Τέξας και στα προσωπικά νεανικά του χρόνια και πιάνει το νήμα από εκεί που το άφησε με το «Dazed and Confused». Αν εκεί ζήσαμε τις τελευταίες μέρες μίας παρέας στο Γυμνάσιο, τώρα ξαναβρισκόμαστε στις πρώτες μέρες μιας παρέας στο πανεπιστήμιο. Η διάθεση είναι ίδια, αλλά ακόμα πιο σπουδαία, ίδια παραμένει και η καρδιά: ακόμα κι αν δεν μπορείς να ταυτιστείς με συγκεκριμένες μνήμες αν δεν είσαι Αμερικανός που μεγάλωσες στα 70ς-80ς, ακόμα κι αν δεν σε ενδιαφέρει το μπέιζμπολ (το οποίο δεν παίζει τελικά και τόσο μεγάλο ρόλο στην ταινία), αν δεν χόρεψες ποτέ two-step ή δεν ψάρεψες κορίτσια στην ντίσκο της γειτονιάς σου, η πένα κι ο κινηματογραφικός φακός του Λινκλέιτερ θα σε κάνουν να κλάψεις - από τα γέλια και τη συγκίνηση.

Μία άλλη παρέα φοιτητών που αναλώνονται σε αντρικές κουβέντες, πλάκες και καμάκι θα είχε διαφορετική κινηματογραφική αποτύπωση στα χέρια κάποιου άλλου δημιουργού. Ο Λινκλέιτερ όμως έχει το ταλέντο να είναι εξαιρετικά ειλικρινής (τα αγόρια μιλούν και φέρονται σαν να μην τους βλέπει καμία politically correct νέα ματιά), απίστευτα αστείος, αλλά ταυτόχρονα υπέροχα ανθρώπινος. Τίποτα δεν βιώνεται ως εύκολα φαρσικό ή χυδαία σεξιστικά χιουμοριστικό. Υπάρχει μία μεγάλη προσοχή στην αυθεντικότητα των ηρώων, στο πόσο καλογραμμένοι είναι (ακόμα κι όσοι χρησιμοποιούνται ως σατιρικά, υπερβολικά «σχήματα») και μία τρυφερότητα στην ματιά του που πέφτει βελούδινα - ακόμα και στην ανοησία της ηλικίας τους.

Το κάστινγκ της ταινίας (12 αγόρια που απαρτίζουν την παρέα των αθλητών) είναι η μεγάλη της επιτυχία. Με τον Λινκλέιτερ ως προπονητή αυτής της κινηματογραφικής ομάδας να δίνει τον τόνο και να κρατά με αυτοπεποίθηση το χαλινάρι, ένα τσούρμο από φρέσκα πρόσωπα (όπως ήταν κι εκείνα του «Dazed and Confused») βουτάνε με το κεφάλι σε μία εποχή 20 χρόνων πριν γεννηθούν και δίνουν ψυχή, ενέργεια και ανάσες σε 12 ήρωες που πιστεύεις ότι έχουν τηλεμεταφερθεί από τα 70ς. Με τον Γκλεν Πάουελ (θυμηθείτε αυτό το όνομα, θα γίνει ο νέος Ράιαν Γκόσλινγκ) να κλέβει την παράσταση, όλοι οι πιτσιρικάδες φωτίζονται από το άστρο του Λινκλέιτερ και, κάποιοι από αυτούς, σίγουρα θα γίνουν σταρ.

Η ταινία αναπτύσσεται ανεκδοτικά - σκηνές με τα αγόρια να παίζουν, να χορεύουν, να τσακώνονται, σκηνές όπου στην ουσία δεν συμβαίνει «τίποτα», αυτό το μαγικό «τίποτα» που ο Λινκλέιτερ ξέρει να συλλαμβάνει με μαεστρία. Αυτή τη φορά, όχι, δεν το αποτέλεσμα δεν είναι τόσο δυνατό, αλλά μάλλον άνισο. Κάποιες τέτοιες στιγμές είναι πιο ενδιαφέρουσες από τις άλλες, κάποιες πολύ πιο slice of americana από ό,τι θα μας αφορούσε. Δεν έχει όμως καμία σημασία. Ακόμα κι αν η αφήγησή του ποτέ δεν κορυφώνεται στ' αλήθεια, η ενέργεια της κάμεράς του είναι μία μεταδοτική ένεση χαράς. Κι η οικεία «γλύκα» της πένας του συγκινεί - παρακολουθείς την αντροπαρέα με ένα μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπο και τη ζεστασιά της αιώνιας εφηβείας στην καρδιά.

Ισως ο τίτλος της ταινίας να ταιριάζει ως καλύτερος επίλογος: κάθε φορά που ο Λινκλέιτερ θα κάνει ταινία, εμείς θα θέλουμε από λίγο. Και λίγο ακόμα. Και λίγο περισσότερο.