23 χρονών κατέβηκαν από ένα τρένο στη Βιέννη και πέρασαν μία νύχτα περπατώντας, μιλώντας, γελώντας. Χτίζοντας αφήγηση στην αφήγηση, τρέλα στην τρέλα, βλέμμα στο βλέμμα, την παραδοχή ότι κάπως έτσι απροσδόκητα γεννιούνται και πεθαίνουν οι νεανικές, αδιέξοδες, αλλά αξέχαστες ερωτικές ιστορίες της ζωής σου. Στα 32 του ο παντρεμένος στην Αμερική Τζέσι πήγε στην πόλη της, το Παρίσι, για να παρουσιάσει το βιβλίο που έγραψε πάνω στη γνωριμία τους. Κι εκεί η Σελίν τον ξανασυνάντησε, κλείνοντας ραντεβού με τη βεβαιότητα (τόσο των ίδιων, όσο και τη δική μας) ότι αυτά ανήκουν αποκλειστικά στο παρελθόν των αυθόρμητων παράλογων νιάτων μας. Μόνο που δεν χρειάστηκε παρά μόνο ένα απόγευμα, λίγο ακόμα περπάτημα, μία σειρά από νέες αλήθειες, εξομολογήσεις, γέλια και βλέμματα για να αποδειχθούμε όλοι μας γερασμένοι και κυνικοί. Ο αληθινός έρωτας δε γνωρίζει timing, ή χρόνο. Δεν θα τον ζήσεις στην οικειότητα. Πρέπει να τον αναγνωρίσεις όταν σου κλείσει φευγαλέα το μάτι. Πρέπει να τολμήσεις να χάσεις ένα αεροπλάνο.
Εννιά χρόνια αργότερα, ο Τζέσι και η Σελίν είναι ακόμα μαζί. Δεν παντρεύτηκαν ποτέ αλλά αυτό απασχολεί μόνο τις δίδυμες 5χρονες κόρες τους. Εκείνοι έχουν δώσει τους όρκους τους σε θεούς που κρύβονται σε ήλιους που ανέτειλαν και έδυσαν - δεν τους απασχολούν θεσμοί και υπογραφές. Οι ίδιοι μόνο ξέρουν τι έχουν θυσιάσει από την προσωπική τους ζωή, το χρόνο, τα όνειρα τους για να κάνουν αυτή τη σχέση να λειτουργήσει. Αλλά ίσως ήρθε η ώρα να το μάθουμε κι εμείς.
Ολοκληρώνοντας 6 εβδομάδες διακοπών στην Ελλάδα, ο Τζέσι πρέπει να αποχαιρετήσει τον γιο του από τον πρώτο του γάμο, να τον βάλει στο αεροπλάνο της επιστροφής για την Αμερική. Πρέπει να συμβιβαστεί με την ιδέα ότι θα αργήσει να τον ξαναδεί, ότι χάνει στιγμές από την εφηβεία του, ότι έχει γίνει ο πατέρας των γιορτών και των διακοπών. Υπήρξαν θύματα στον έρωτά του με την Σελίν και στην μετακόμισή του στο Παρίσι - δεν τέλειωσαν όλα σ' ένα μαβί ηλιοβασίλεμα. Αντιθέτως, η αληθινή ζωή τότε μόνο ξεκίνησε. Από την μεριά της η Σελίν εξετάζει μία πρόταση για μία δουλειά με απαιτητικά ωράρια και υποχρεώσεις, κάτι που θα τονώσει τον γυναικείο δυναμισμό της αλλά θα αναστατώσει την λειτουργία της οικογενειακής καθημερινότητας. Συζητώντας σαν σύντροφοι και φίλοι τα δύο αυτά ενδεχόμενα (πώς φαίνεται σε εκείνον η προοπτική της νέας δουλειάς, πώς θα άκουγε εκείνη την πιθανότητα να μετακομίσουν στο Σικάγο για να βλέπει ο Τζέσι τον γιο του) γίνεται η έκρηξη. Ή μάλλον, συμβαίνουν υπόκωφα κι ακόμα πιο επικίνδυνα οι μικρές ανεπαίσθητες εκρήξεις που κλονίζουν την αυτοπεποίθησή σου σε μια σχέση, ξυπνούν τις ανασφάλειες για την πορεία που έχεις επιλέξει στη ζωή σου, θεριεύουν δαίμονες για το αν ο άνθρωπος που έχεις δίπλα σου καταπιέζεται και σε καταπιέζει.
Κι από αυτό το σημείο και μετά, ο Τζέσι και η Σελίν έχουν πολύ περπάτημα να κάνουν. Πρέπει να λιώσουν τις σόλες των παπουτσιών τους περιδιαβαίνοντας στα γραφικά πλακόστρωτα των χωριών της Πύλου και της Καρδαμύλης για να αναδιαπραγματευτούν αν οι έρωτες σε κάνουν να ζεις το μεγάλο όνειρο ή αυτό συμβαίνει μόνο στις ταινίες. Πρέπει να ανταλλάξουν ωμά κατηγορώ, απογοητεύσεις, επώδυνες αλήθειες και πικρά βλέμματα, πρέπει να αποκαθηλώσουν τη φαντασίωση, να κοιτάξουν κατάματα ρυτίδες και ραγάδες για να βρουν κάτω από στρώσεις επιδερμίδας και συσσωρευμένης αποκαρδιωτικής καθημερινότητας τι τους έκανε να είναι μαζί. Κι αν αυτό είναι ακόμα ζωντανό, αληθινό, δυνατό ώστε να παραμείνουν μαζί. Πρέπει το ρολόι να σημάνει μεσάνυχτα για να ανακαλύψουν (κι εμείς μαζί που παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα) αν η αγάπη είναι τελικά μία μεγάλη κολοκύθα, ή αν, κόντρα στην ευκολία των καιρών, κάποια παραμύθια είναι αληθινά.
Ο Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ έχει ένα παρόμοιο στοίχημα να κερδίσει. Οπως και οι ήρωές του, έτσι κι εκείνος επιλέγει να παραμείνει σ' αυτή την κινηματογραφική σχέση σε βάθος χρόνου και επιστρέφοντας με τρίτη ταινία καλείται να μας πείσει ότι υπάρχει ακόμα σπίθα, παλλόμενη καρδιά, μαγεία. Η πιθανότητα να κοιτάξεις την οθόνη ή μέσα σου και να ανακαλύψεις μόνο φθορά, πρέπει να ήταν ένα τρομαχτικό ρίσκο.
Ομως ο Λινκλέιτερ έχει αυτό το παλλόμενο ταλέντο να εμπνέει και να αποτυπώνει νατουραλισμό, αμεσότητα, ειλικρίνεια μέσα από μεγάλες καλοδουλεμένες σεκάνς, αφοπλιστικούς κι άβολα αληθινούς διαλόγους, ερμηνείες που το κάνουν να φαίνεται τόσο εύκολο. Επιστρατεύοντας ξανά το πρωταγωνιστικό του ζευγάρι για να συνυπογράψουν και οι τρεις το σενάριο η απόφαση ήταν ξεκάθαρη: κανένα κλισέ, κανένας συμβιβασμός, καμία φωτογενής χαριτωμένη προσαρμογή της μεσήλικης πραγματικότητας. Από την πρώτη σκηνή τους στο αυτοκίνητο όπου μοιράζονται μικρές στιγμές οικογενειακής οικειότητας (τόσο αβίαστα φυσικές που κερδίζουν το συνωμοτικό χαμόγελό σου), μέχρι τις εξωτερικές περιπλανήσεις τους και τον μεγάλο καβγά σε δωμάτιο ξενοδοχείου, το σενάριο του «Πριν τα Μεσάνυχτα» είναι τόσο καλογραμμένο που σε φέρνει σε αμηχανία: βλέπεις ταινία, παρακολουθείς από κλειδαρότρυπα, ή κοιτάς μέσα σου;
Η επιλογή να γυριστεί η ταινία στην Ελλάδα θα μπορούσε να ήταν ασήμαντη. Η ιστορία θα ήταν ίδια, είτε ο Τζέσι και η Σελίν χανόντουσαν στους δρόμους της Ρώμης, είτε καβγάδιζαν σε ξενοδοχείο της Βαρκελώνης, είτε τους έβρισκαν τα μεσάνυχτα στο Μπρίστολ. Η διαφορά όμως της τουριστικής ταινίας από μία ιδέα που έχει ρίζα και αιτία είναι ότι ο Λικλέιτερ ξεπερνά τη γραφικότητα των πλάνων γυναικών που μαγειρεύουν γεμιστά, περιηγήσεων του ζευγαριού σε βυζαντινά ξωκκλήσια, ή μιας παρέας που τρώει φέτα και σταφύλια, μιλώντας για τον έρωτα και τις σχέσεις. Χωρίς να το λέει ποτέ, ούτε καν να το υπαινίσσεται, χωρίς καμία εθνικιστική αναφορά ή αφελές τοπικιστικά κοπλιμέντα, υπάρχει στον αέρα ένας θαυμασμός, ή μια ανάγκη να καταλάβει την κουλτούρα μιας χώρας που επιβίωσε μέσα στους αιώνες. Που έχει αντέξει στο χρόνο. Που οι οικογένειές της τρώνε ακόμα στο τραπέζι τα μεσημέρια. Που στους απαξιωτικούς καιρούς μας, ναι, πολλά από τα ζευγάρια της γερνάνε μαζί.
Κι εμείς θα ερωτευόμασταν την ταινία ούτως ή άλλως. Ακόμα κι αν στην οθόνη να πλαισιώνουν το ζευγάρι δεν ήταν η Αθηνά Τσαγγάρη («Attenberg»), ο Γιάννης Παπαδόπουλος («Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού»), η Αριάν Λαμπέντ («Αλπεις»), ο υπέροχος Πάνος Κορώνης, ο πολιτογραφημένος πλέον Ελληνας Γουόλτερ Λάσαλι και η ακριβοθώρητη μεγάλη κυρία μας, Ξένια Καλογεροπούλου. Ακόμα κι αν το τόσο δύσκολο ελληνικό φως δεν το είχε συλλάβει με αριστοτεχνική μαεστρία ο διευθυντής φωτογραφίας Χρήστος Βουδούρης. Ακόμα κι αν δεν αναγνωρίζαμε πλατείες, ταβέρνες, δρόμους και ακροθαλασσιές. Η ταινία θα έστεκε το ίδιο δυναμικά ακόμα κι αν δεν είχαμε δει τις δύο πρώτες. Αν δεν αποτελούσαν κομμάτι μίας άτυπης τριλογίας που κανείς δεν προγραμμάτισε αλλά γεννήθηκε ως ανάγκη των δημιουργών και απαίτηση του κοινού μέσα στα χρόνια.
Το γεγονός όμως ότι βλέπουμε το it-love-story της νιότης μας να ενηλικιώνεται, να απογυμνώνεται και να δοκιμάζεται με φόντο διαδρομές που έχουμε κάνει κι εμείς, τους ήρωες στην ηλικία μας να κοιτάνε με μελαγχολία το ίδιο ηλιοβασίλεμα και να πρέπει να αποφασίσουν για την τύχη τους σε ένα τυπικό ελληνικό ταβερνάκι με μουσική υπόκρουση Χαρούλα Αλεξίου, μοιάζει με παράλογο κλείσιμο ματιού που δεν ανήκει σε κείμενα και κινηματογραφικές κριτικές. Μοιάζει με την μαγική ιδιότητα που έχουν κάποια τραγούδια, κάποιες ιστορίες και κάποιες ταινίες όχι απλώς να σου μιλούν προσωπικά, αλλά να είσαι απολύτως βέβαιος: έχουν γραφτεί για σένα.