Υπάρχει πάντα κάτι κινηματογραφικό στη σκέψη του να περάσεις έναν Αύγουστο στην πόλη, μια σχεδόν μεταφυσική αίσθηση αυτογνωσίας κι αλλόκοτου λυρισμού μέσα στο έρημο αστικό τοπίο, μια προσδοκία ότι κάποια τυχαία συνάντηση θα οδηγήσει σε έναν μεγάλο (ακόμα κι αν είναι παροδικός) έρωτα, μια πεποίθηση ότι από αυτή τη διερεύνηση των ορίων μεταξύ μοναξιάς και μοναχικότητας θα βγεις στο τέλος πιο δυνατός. Κι ίσως πιο ώριμος.
Κι αν από τις «Ησυχες Μέρες του Αυγούστου» του Παντελή Βούλγαρη μέχρι την «Πράσινη Αχτίδα» του Ερίκ Ρομέρ, το σινεμά έχει ήδη σκιαγραφήσει την ατμόσφαιρα που επικρατεί στην πόλη κατά τη διάρκεια του μήνα που η συντριπτική πλειοψηφία την εγκαταλείπει για να πραγματοποιήσει την συλλογική φαντασίωση των διακοπών, κάθε νέα ταινία με αυτό το θέμα είναι μια ευχάριστη και καλοδεχούμενη έκπληξη, όχι μόνο γιατί με δεδομένη την οικονομική κρίση ολοένα και περισσότεροι «αναγκάζονται» να μείνουν εντός πόλεως, αλλά κυρίως γιατί στη μεγάλη οθόνη αυτή η προοπτική αποκτά τη χειροπιαστή γοητεία της πιθανότητας ενός θαύματος και στη δική σου ζωή.
«Η Παρθένος του Αυγούστου» του Χόνας Τρουέμπα (γόνου της γνωστής οικογενείας Ισπανών σκηνοθετών) γυρίστηκε σχεδόν σε πραγματικό χρόνο στη Μαδρίτη κατά τη διάρκεια του Αυγούστου του 2018, σε σενάριο του ιδίου και της χαρισματικής πρωταγωνίστριας της ταινίας, Ιτσάσο Αράνα. Κεντρική ηρωίδα είναι η Εύα, μια τριαντάχρονη ηθοποιός, που έχει παρατήσει το επάγγελμά της. Έχοντας ξεκινήσει μια αναζήτηση, χωρίς όμως να ξέρει τι ακριβώς ψάχνει, και αναζητώντας προσανατολισμό, κυριολεκτικό και μεταφορικό, μέσα σε μια αποπνικτικά ζεστή πρωτεύουσα κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Αυγούστου, η Εύα θα υπενοικιάσει ένα διαμέρισμα για ένα μήνα και θα μείνει μόνη της, τουρίστρια στη γενέτειρά της. Θα πέσει πάνω σε παλιούς φίλους και εραστές, θα γνωρίσει καινούργιους, θα περιπλανηθεί σε δρόμους, μουσεία και υπαίθριες εκδηλώσεις, θα μεθύσει, θα κάνει έρωτα. Κι ανήμερα τον Δεκαπεντάυγουστο θα βιώσει ένα θαύμα. Αλλά ίσως το θαύμα είναι ήδη μέσα της.
Παραδομένη στη ράθυμη ατμόσφαιρα του καλοκαιριού και στη ραστώνη μιας άδειας τη μέρα πόλης, που το βράδυ ξυπνά και ξαφνικά σφύζει από ζωή, με τους εναπομείναντες κατοίκους να γεμίζουν πάρκα, πλατείες και (νόμιμα ή παράνομα) μπαρ, η ταινία έχει την ανεκβίαστη αμεσότητα και την αφοπλιστική ειλικρίνεια ενός ημερολογίου, όχι μόνο λόγω της ημερολογιακής δομής της, με τις μέρες να παρεμβάλλονται σε μεσότιτλους, αλλά κυρίως λόγω της αβάσταχτης ελαφρότητας στην καταγραφή μιας καθημερινότητας συναρπαστικής μέσα στην φαινομενική ασημαντότητά της.
Η Εύα (σίγουρα όχι τυχαίο όνομα) ανακαλύπτει εκ νέου έναν ήδη γνωστό και γνώριμο κόσμο, που μέσα από σχεδόν υπερβατικές φωτοσκιάσεις αποκτά ένα καινούργιο νόημα, μια νέα αρχή, η οποία σταδιακά της αποκαλύπτεται, μέσα από στιχομυθίες με γνωστούς και αγνώστους, που έχουν κάτι από τη μαγεία των διαλόγων του Ρομέρ και την μοιραία τυχαιότητα των ταινιών του Κριστόφ Κισλόφσκι. Κι αν τίποτα ουσιαστικά δραματικό δεν μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια ενός Αύγουστου στην πόλη, ίσως η ενατένηση της ζωής με τα μάτια ενός τουρίστα να δίνει τελικά σημαντικότερες απαντήσεις από μια σχοινοτενή ενδοσκόπηση.
Αυτή η τόσο απτή μεταφυσική των απλών πραγμάτων, όπως μιας βραδινής βόλτας τις μικρές ώρες της νύχτας στους έρημους δρόμους ή της αιώρησης στα νερά ενός ποταμού στις παρυφές της πόλης, δίνει τελικά στην ταινία μια αναπόδραστη γοητεία σε όποιον θεατή θέλει να ακολουθήσει το ρυθμό της. Στο αμήχανο φετινό καλοκαίρι της κοινωνικής απομόνωσης, αυτό το μικρό, αλλά τόσο ουσιαστικό, κινηματογραφικό «θαύμα» είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητο.