Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η «Μεγάλη Νύχτα του Φρανσίσκο Σάνκτις» αποτελεί ένα μικρό φιλμ νουάρ, στο οποίο όλη η δράση και η περιπέτεια βρίσκεται κρυμμένη στην επόμενη (εκτός κάδρου) γωνία. Θα μπορούσε επίσης να χαρακτηρίσει το φιλμ ως ένα πορτρέτο συλλογικής ενοχής όπου η υποψία, η παράνοια και η αμφιβολία καλύπτεται από μια άβολη και, ακόμα περισσότερο, τρομακτική σιωπή. Ενδεχομένως, θα μπορούσε να το κατηγορήσει ως μια απλή επίδειξη ύφους. Και ίσως, μαζί με τα παραπάνω, θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει στην (έστω εσωτερικά) αγωνιώδη πορεία του Σάνκτις μια προσωπική κρίση ταυτότητας.
Ολα τα παραπάνω, σε κάποιο βαθμό δικαιολογούνται. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο των Φρανσίσκο Μάρκες και Αντρέα Τέστα είναι ένα διακριτικά στυλιζαρισμένο φιλμ που επιχειρεί μέσα από τον πρωταγωνιστή του να περιγράψει το κλίμα καταπίεσης μιας ολόκληρης εποχής, όσο κλείνει το μάτι στα φιλμ νουάρ υπονοώντας την απειλή αλλά χωρίς ουσιαστικά να ενδιαφέρεται να την αποκαλύψει. Τα πάντα λαμβάνουν χώρα μέσα στο μυαλό του πρωταγωνιστή και το μόνο που παραμένει εμφανές είναι η δική του προσπάθεια, όπως και κάθε συμπολίτη του , να διατηρήσει κρυφές σκέψεις και ενέργειες.
Η ταινία διαδραματίζεται στο Μπουένος Αϊρες του 1977, με την Αργεντινή να διανύει ήδη εδώ και χρόνια την εποχή της χούντας. Ο Φρανσίσκο Σάνκτις, ένας οικογενειάρχης (με επαναστατικές ιδέες και παρελθοντικές δράσεις) που πλέον ζει μια ήσυχη ζωή, μαθαίνει για μια επικείμενη απαγωγή που ετοιμάζουν οι στρατιώτες του δικτατορικού καθεστώτος. Ο ίδιος έχει μόνο μία νύχτα για να πάρει την πιο σημαντική απόφαση της ζωής του: είτε θα προσπαθήσει να τους προειδοποιήσει θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή του είτε θα στρέψει αλλού το κεφάλι, κάνοντας ακόμα μία πράξη επίπονου συμβιβασμού στο σύνολο της ζωής του.
Η «Μεγάλη Νύχτα του Φρανσίσκο Σάνκτις» παρακολουθεί όλες τις διεργασίες που προκύπτουν από αυτό το δίλημμα μέσα από το βλέμμα του Ντιέγκο Βελάσκες χωρίς να μπαίνει στη διαδικασία εκτενών εξηγήσεων. Κάθε τηλεφώνημα στην οικογένεια, κάθε ματιά πίσω από τον ώμο, κάθε σιωπή πριν το επόμενο βήμα προσθέτει και ένα νέο στοιχείο στο σταδιακό χτίσιμο μιας προσωπικότητας που βρίσκεται μετέωρη ανάμεσα στην ηθική της και την ασφάλεια της οικογένειάς της. Ο Σάνκτις του Βελάσκες δεν είναι ένας δειλός άνθρωπος, είναι ένας άνθρωπος της εποχής του και οι Μάρκες και Τέστα τον χρησιμοποιούν εύστοχα για να εξερευνήσουν τα τραύματα του παρελθόντος.
Για αυτό και τίποτα φαινομενικά δεν υπάρχει πέρα από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή τους. Γύρω από τα συνεχή κοντινά στο πρόσωπο του Βελάσκες, ο υπόλοιπος κόσμος της ταινίας αποτελείται από θολές φιγούρες, από απρόσωπους ανθρώπους, από πλήθη όπου δεν είναι σαφές αν βρίσκονται εκεί για να παρακολουθήσουν μια ταινία στο σινεμά ή να καταδώσουν πληροφορίες για τον διπλανό τους. Η μεγαλύτερη αίσθηση αγωνίας της ταινίας προκύπτει ακριβώς από αυτή την αβεβαιότητα. Οι Μάρκες και Τέστα δεν έχουν σκοπό να περιγράψουν την εποχή τους αλλά να μεταφέρουν αυτούσιο το συναίσθημα αυτής της (κυριολεκτικής και μεταφορικής) νύχτας.
Και είναι κάτι το οποίο κάνουν καλά. Η «Μεγάλη Νύχτα του Φρανσίσκο Σάνκτις» είναι ατμοσφαιρική, είναι καταπιεστική, είναι γεμάτη κάδρα που εντείνουν την αμφιβολία χωρίς ποτέ να χαλαρώνουν τον κλοιό. Ακόμα και οι σκηνές την οικιακής ζωής του Σάνκτις σκηνοθετούνται σε στενούς χώρους με αίσθηση κλειστοφοβίας, επεκτείνοντας τον περιορισμό σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας.
Μόνο που πέρα από αυτή την υφολογική επιλογή, δε δίνονται και πολλά επιπλέον στοιχεία για να γνωρίσει κανείς ποιος είναι πραγματικά ο Φρανσίσκο Σάνκτις. Η συνειδητή επιλογή των σκηνοθετών να τον κρατήσουν σε απόσταση, μετατρέπουν αυτόματα και τον ίδιο σε μία θολή φιγούρα που επιλέγει να κρατήσει τις σκέψεις για τον εαυτό της και κατ’ επέκταση να στερήσει από τον θεατή την δυνατότητα να την κατανοήσει. Αυτό δεν είναι κάτι που απαραίτητα θα έπληττε την ταινία, αν τα επιμέρους επεισόδια της αφήγησης δεν χαρακτηρίζονταν από επαναληψιμότητα, παρά την σύντομη διάρκεια του φιλμ. Ομως η πορεία του Φρανσίσκο Σάνκτις δεν αποκαλύπτει ποτέ μια πραγματική δυναμική, ούτε συστήνει ποτέ αληθινά τους ανθρώπους που συναντά, παρά επιμένει να διατηρεί κάθε ένταση υπόκωφη δίνοντας έμφαση τελικά μόνο στην επιφάνεια.
Στο τέλος των 76 κατά στιγμές αργόσυρτων λεπτών, η ταινία πετυχαίνει να περιγράψει την εποχή της αλλά αγνοεί επιδεικτικά τους ανθρώπους που την βίωσαν. Και αυτό στερεί από τον Φρανσίσκο Σάνκτις και όλους τους Φρανσίσκο Σάνκτις της ιστορίας την αλήθεια τους.